Quantcast
Channel: ΑΓΡΙΝΙΟ.....ΓΛΥΚΙΕΣ ΜΝΗΜΕΣ
Viewing all 164 articles
Browse latest View live

Η ανατίναξη της γέφυρας του Αχελώου....

$
0
0
...από τους Γερμανούς
κατά την αποχώρησή τους από το Αγρίνιο.

Μία σπάνια- ίσως και μοναδική- φωτογραφία από την κατεστραμμένη γέφυρα του Αχελώου παρουσιάζουμε σήμερα. 

Φθινόπωρο του 1944 και οι Γερμανοί αποχωρούν από την Ελλάδα.

Ο φόβος ότι φεύγοντας θα ακολουθούσαν την τακτική της «καμμένης γης» επαληθεύτηκε στο έπακρον. Άφησαν πίσω τους συντρίμμια, χαλάσματα κι ένα ανύπαρκτο συγκοινωνιακό δίκτυο, παρ’ ότι διάφοροι υψηλόβαθμοι Γερμανοί αξιωματούχοι με δημοσιεύματα στον ελεγχόμενο από τις κατοχικές δυνάμεις αθηναϊκό Τύπο διαβεβαίωναν για το αντίθετο. Στις 20 Σεπτεμβρίου ο Χέλμουτ Φέλμυ, στρατιωτικός διοικητής Αθηνών, δημοσίευσε στον «Ηνωμένον Τύπον» και στα «Βραδυνά Νέα» μια τέτοια ανακοίνωση.

Μεταξύ άλλων ανέφερε: «Εξ αφορμής διαδόσεων και ισχυρισμών διεσαφηνίσθη διά του Τύπου προ ολίγων ακόμη ημερών ότι ο Γερμανικός Στρατός ούτε σχεδιάζει ούτε προπαρασκευάζει ανατινάξεις ή καταστροφάς ….»και συνεχίζει : «….Τα γερμανικά στρατεύματα δεν αποσκοπούν να εγκαταλείψουν ούτε και τώρα βεβαίως την σύμφωνον προς το Διεθνές Δίκαιον και φιλικήν έναντι του ελληνικού λαού ανέκαθεν επιδειχθείσαν στάσιν των και να ρίψουν την χώραν εις την φρίκην και τας καταστροφάς του πολέμου…».

 Όλες οι γέφυρες, εκτός από όσες ήταν πολύ μικρές, καταστράφηκαν και το ίδιο συνέβη με τις σήραγγες και με κάθε τεχνικό έργο. Το 90% των γεφυρών με άνοιγμα άνω των 6 μέτρων ισοπεδώθηκαν, ενώ καταστράφηκαν όλες οι γέφυρες μήκους από 10 έως 40 μέτρα.

 Από την καταστροφική τους μανία δεν ξέφυγε και η γέφυρα του Αχελώου.


Ήταν Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου του 1944. Οι Γερμανοί εγκαταλείπουν το Αγρίνιο και περνώντας από τη γέφυρα του Αχελώου, κατευθυνόμενοι προς την Αμφιλοχία, την ανατινάζουν.

 

ΠΗΓΗ φωτογραφίας: 4τομο έργο "Στ'Άρματα! Στ'Άρματα!", όπου την επιμέλεια της ύλης είχε ο Στρατηγός Γεράσιμος Αυγερόπουλος.

Share
Divider Graphics
~Αγρίνιο...Γλυκές Μνήμες~

Ο Ηρακλής στην Αιτωλία...

$
0
0
....και η μάχη με τον Αχελώο.

Ηρακλής και Αχελώος
Cornelis van Haarlem – 1590


Κάποτε στα μυθικά χρόνια, ο Δίας κάλεσε όλους τους θεούς και τους ανακοίνωσε ότι το πρώτο αγόρι που θα γεννιόταν εκείνες τις μέρες  θα γινόταν  βασιλιάς των Μυκηνών.

Επρόκειτο τότε να γεννήσουν η Αλκμήνη και η Νικίππη. Η Αλκμήνη ήταν  ερωμένη του Δία και θα γεννούσε το παιδί του και η Νικίππη ήταν η γυναίκα  του  βασιλιά  των  Μυκηνών,  Σθένελου. Ο Δίας εννοούσε φυσικά τον γιό της ερωμένης του, της Αλκμήνης. Εξ’ άλλου η Αλκμήνη ήταν στον ένατο μήνα της εγκυμοσύνης της ενώ η Νικίππη ήταν στον έβδομο μήνα.

Η Ήρα από ζήλια προς την ερωμένη του Δία και έχοντας ένα σχέδιο στο μυαλό της , δέσμευσε τον Δία με όρκο,  ότι το πρώτο παιδί που θα γεννιόταν θα γινόταν βασιλιάς και το δεύτερο θα υπηρετούσε τον πρώτο για όλη του τη ζωή.

Ο Δίας ορκίστηκε και η Ήρα έβαλε όλα τα μέσα για να καθυστερήσει τον τοκετό της Αλκμήνης και να επισπεύσει τον τοκετό της Νικίππης.

Όταν λοιπόν η Νικίππη άρχισε να έχει τους πρώτους πόνους της γέννας, κάλεσε τις Μοίρες και την Ειλείθυια, που ήταν η θεά της γέννησης και των πόνων του τοκετού και βοηθούσε τις γυναίκες να γεννήσουν και ν'αντέχουν τους πόνους της γέννας. Αυτές  κάθισαν μπροστά από το δωμάτιο της ετοιμόγεννης, γονάτισαν κι έδεσαν τα χέρια τους γύρω από τα γόνατά τους,  «δένοντας» μ’ αυτό τον τρόπο τους πόνους της επίτοκης  για να καθυστερήσουν την γέννηση του παιδιού. Ταυτόχρονα δε επιτάχυναν τους πόνους της Νικίππης.

Η Νικίππη πράγματι γέννησε πρώτη στους επτά μήνες και η Αλκμήνη, τέσσερις μέρες αργότερα, δεύτερη. Γιός της Νικίππης ήταν ο Ευρυσθέας και της Νικίππης ο Ηρακλής.

Μία εκδοχή του μύθου θέλει αυτός να είναι ο λόγος που ο Ευρυσθέας αργότερα ανέθεσε στο Ηρακλή να πραγματοποιήσει τους περίφημους 12 Άθλους του.

Η άλλη εκδοχή είναι ότι η Ήρα από μίσος και ζήλια για το ξεχωριστό γιό του άντρα της τον τρέλανε, με αποτέλεσμα να σκοτώσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Ο Ηρακλής είχε παντρευτεί τη Μεγάρα, κόρη του βασιλιά της Θήβας, με την οποία απέκτησε τρία (κατ'άλλους περισσότερα) παιδιά. Όταν ο Ηρακλής συνειδητοποίησε τι έκανε, αποφάσισε να πάει στο Μαντείο των Δελφών για να πάρει χρησμό, ώστε να μάθει με ποιον τρόπο θα μπορούσε να εξαγνισθεί. Σύμφωνα με τον χρησμό, έπρεπε να υπηρετήσει για δώδεκα χρόνια τον Ευρυσθέα, βασιλιά των Μυκηνών, και να πραγματοποιήσει τους άθλους που θα του πρόσταζε εκείνος.

Ο ενδέκατος άθλος που είχε ανατεθεί στον Ηρακλή ήταν να κατέβει στον Άδη και να πάρει τον Κέρβερο, το άγριο σκυλί με τα τρία κεφάλια ,που φύλαγε την πόρτα του Κάτω Κόσμου και να τον πάει στον Ευρυσθέα.

Εκεί στον Άδη ο Ηρακλής συνάντησε την ψυχή του θρυλικού ήρωα της Αιτωλίας, Μελέαγρου.(διαβάστε για τον Μελέαγρο ΕΔΩ)

Ο Ηρακλής θαύμαζε πολύ τον Μελέαγρο γνωρίζοντας τα κατορθώματά του και την ανδρεία του. Είπε λοιπόν στον Μελέαγρο να του ζητήσει μία χάρη, την οποία θα υλοποιούσε όταν ανέβαινε στον επάνω κόσμο. Ο Μελέαγρος ζήτησε από τον Ηρακλή να επισκεφτεί την Καλυδώνα και να ζητήσει από τον πατέρα του, Οινέα, να παντρευτεί την αδελφή του, Διηάνειρα.

 Τελειώνοντας ο Ηρακλής τους 12 άθλους του, ελεύθερος πια και θέλοντας να τηρήσει την υπόσχεση που είχε δώσει στην ψυχή του Μελέαγρου, ήρθε στην Αιτωλία, στο βασίλειο της Καλυδώνας. Εκεί, τον καλοδέχτηκε ο Οινέας και αφού του είπε για τη συνάντηση που είχε με την ψυχή του Μελέαγρου, ζήτησε σε γάμο την κόρη του τη Δηιάνειρα. Ο Οινέας δεν του το αρνήθηκε αλλά του ανέφερε το σοβαρό εμπόδιο που υπήρχε: την κόρη του, καιρό τώρα τη ζητάει για γυναίκα του, ο θεοπόταμος Αχελώος. Η Δηιάνειρα όμως δεν τον ήθελε για άντρα της. Έτσι, οι δυο υποψήφιοι γαμπροί, καλούνται να παλέψουν και ο νικητής θα γινόταν  σύζυγος της βασιλοπούλας. Η πάλη ήταν δύσκολη. Ο Ηρακλής δυσκολεύτηκε  με τις μεταμορφώσεις του Αχελώου. Ο Αχελώος, όπως κάθε ποτάμια θεότητα, είχε  την  δυνατότητα  ν’ αλλάζει  μορφές. Πότε γίνεται φίδι, πότε γίνεται ταύρος και πότε άνθρωπος. Ο Σοφοκλής στις Τραχίνιες παρουσιάζει τη Δηιάνειρα, να αναφέρει, προλογίζοντας το δράμα, ότι έχει μνηστήρα της τον ποταμό Αχελώο που εμφανιζόταν με τρεις μορφές: σαν ταύρος, σαν αστραποβόλος σκολιός, δράκοντας και άλλοτε πάλι σαν άντρας ταυροπρόσωπος.

Η μάχη του Ηρακλή με τον Αχελώο
Αγγείο, Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο


Πάνω στην πάλη, λοιπόν, την ώρα που ο Αχελώος μεταμορφώνεται σε ταύρο, ο Ηρακλής του σπάει το ένα του κέρατο. Ο Αχελώος τερματίζει τη μάχη, δέχεται την ήττα του και του ζητά να του δώσει πίσω το κέρατό του. Σε αντάλλαγμα δίνει στον Ηρακλή το κέρας της Αμάλθειας, την πηγή αφθονίας και υλικών αγαθών.

Ο Ηρακλής  παντρεύεται τη Δηιάνειρα με μεγάλες τιμές και μένουν αρκετά χρόνια στο παλάτι της Καλυδώνας. Μαζί απέκτησαν τέσσερις γιους (τον Ύλλο, τον Κτήσιππο, τον Γληνό και τον Ονίτη ή Οδίτη)  και μια κόρη.

Στο διάστημα αυτό ο Ηρακλής βοήθησε τους Καλυδώνιους στην εκστρατεία τους εναντίον των Θεσπρωτών. Ένα αναπάντεχο γεγονός, όμως, διέλυσε την ήρεμη οικογενειακή ζωή του ήρωα. Είχε σκοτώσει κατά λάθος τον Εύνομο, οινοχόο και συγγενή της Δηιάνειρας. Αποφάσισε να φύγει από την Αιτωλία. Πήρε μαζί του την Δηιάνειρα και τα παιδιά τους  με σκοπό να μεταβούν στην Τραχίνα. Πριν ακόμη όμως ξεκινήσουν το ταξίδι τους, θα έπρεπε να διαβούν τον ποταμό Εύηνο, που ήταν πολύ δύσβατος.

Ο Ηρακλής, η Δηιάνειρα και ο Κένταυρος Νέσσος.
Από αρχαίο ελληνικό αγγείο.


Στον ποταμό αυτό είχε εγκατασταθεί ο κένταυρος Νέσσος που είχε γλιτώσει απ'τον Ηρακλή σε μια συμπλοκή του με τους Κένταυρους κι εργαζόταν εκεί ως περατάρης, περνώντας πεζούς διαβάτες στην άλλη πλευρά του ποταμού πάνω στην πλάτη του. Ο Ηρακλής πέρασε πρώτος το ποτάμι , ενώ τη Δηιάνειρα την πήρε ο Νέσσος στην πλάτη του, για να την περάσει απέναντι. Όμως, κατά τη διαδρομή, επιχείρησε να την απαγάγει. Ακούγοντας τις φωνές της ο Ηρακλής και καταλαβαίνοντας την πρόθεση του Νέσσου, τον χτύπησε με το βέλος του. Ο Νέσσος, ξεψυχώντας, θέλοντας να πάρει εκδίκηση, έδωσε στη Δηιάνειρα ένα κοχύλι από το μαγικό του αίμα και της είπε να πλύνει με αυτό τον χιτώνα του Ηρακλή, αν κάποια στιγμή ο άντρας της πάψει να την αγαπά.

Ο Ηρακλής και η Δηιάνειρα έφτασαν στην Τραχίνα και ξεκίνησαν μια νέα ζωή.

Αφήνοντας την γυναίκα του στα ανάκτορα του βασιλιά της Τραχίνας, Κήυκα, ο Ηρακλής εκστράτευσε εναντίον του Εύρυτου, βασιλιά της Οιχαλίας. Και αφού σκότωσε εκείνον και τους γιους του, ερωτεύτηκε κι έκλεψε την κόρη του Ιόλη. Έπειτα πήγε στο ακρωτήριο Κήναιο στην Εύβοια, όπου θέλησε να κάνει θυσία προς τιμήν του Δία. Έστειλε λοιπόν τον σύντροφό του Λίχα  με την εντολή να ζητήσει από τη Δηιάνειρατο ιμάτιο και τον χιτώνα, που συνήθιζε να φοράει κατά τις θυσίες. Εκείνη πληροφορήθηκε από τον απεσταλμένο του τον έρωτα του Ηρακλή για την Ιόλη.

Ο Λίχας δίνει στον Ηρακλή το χιτώνιο με το δηλητήριο.
Γκραβούρα του Γερμανού Sebald Beham (1500-1550)


Επιθυμώντας να ξαναποκτήσει την αγάπη του άντρα της βύθισε το λευκό χιτώνα στο αίμα του κενταύρου όπως της είχε πει τότε. Όταν ο Ηρακλής τον φόρεσε, το δηλητηριασμένο αίμα του κενταύρου ξεχύθηκε και κόλλησε πάνω σ'ολόκληρο το σώμα του, κατακαίγοντας το. Προσπαθώντας να ξεκολλήσει το χιτώνα από πάνω του, ξεκολλούσε μαζί και τις σάρκες του. Με αφόρητους πόνους, ο Ηρακλής, έτρεξε προς το ποτάμι, που ήταν δίπλα του και βούτηξε για να ανακουφιστεί αλλά το νερό εξατμίστηκε.  Τότε κατάλαβε ότι ήρθε το τέλος του. 
Ο Ηρακλής έχοντας ανυπόφορους πόνους, ανέβηκε στο βουνό Οίτη, έφτιαξε ένα σωρό από ξύλα, ξάπλωσε και παρακάλεσε τον γιο του , τον Ύλλο, ν’ ανάψει τη φωτιά. Όμως , ο γιος του δεν είχε τη δύναμη να το κάνει. Μόνο ο Ποίας, πατέρας του Φιλοκτήτη , δέχτηκε να τον λυτρώσει από το μαρτύριό του και σε ανταπόδοση ο Ηρακλής του χάρισε το τόξο με τα βέλη του. 

Ξαφνικά άρχισε ν’ αστράφτει και να βροντά. Ένα σύννεφο κατέβηκε, πήρε τον Ηρακλή και τον ανέβασε στον Όλυµπο. Εκεί συµφιλιώθηκε µε την Ήρα κι έζησε για πάντα µε τους θεούς του Ολύµπου.


Share
Divider Graphics
~Αγρίνιο...Γλυκές Μνήμες~

Όψεις της Πλατείας Ανδρέα Παναγόπουλου

$
0
0

Η σημερινή Πλατεία Ανδρέα Παναγόπουλου, που πλακοστρώθηκε για πρώτη φορά το 1930 από Θέρμιους τεχνίτες, παλαιότερα ονομαζόταν Πλατεία Χαριλάου Τρικούπη και αργότερα, όταν εκεί έγινε το πρώτο συντριβάνι της πόλης, ονομάστηκε Πλατεία Συντριβανίου.  


Οικία Παναγόπουλου και οικία Ξυνόπουλου







Δημαρχείο













Δεκαετία του '30
Στο βάθος το Δημαρχείο


Για την αναπαραγωγή της ανάρτησης είναι ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ η αναφορά της πηγής. Share


Δήμος Τσέλιος

$
0
0




Ο ∆ήµος Τσέλιος, γεννήθηκε στο Σπαρτοχώρι του Μεγανησίου της Λευκάδας το 1785. Το πραγματικό οικογενειακό όνομά του ήταν Δήμος Φερεντίνος.

Από την ηλικία των τριών ετών είχε μείνει ορφανός. Όταν ήταν μόλις ενός έτους ο πατέρας του χτυπήθηκε από κεραυνό και πέθανε, ενώ δυο χρόνια αργότερα η μητέρα του πνίγηκε, καθώς πήγαινε σε μια γιορτή στη Λευκάδα. Θεωρείται ένας από τους σηµαντικότερους οπλαρχηγούς του ’21 και ήταν από τους πρώτους που πήρε µέρος στις πολεµικές επιχειρήσεις του Αγώνα στη δυτική Ελλάδα.

To 1804, σε ηλικία 19 ετών, αποφάσισε να γίνει κλεφταρματωλός, αντί να ακολουθήσει, όπως αρχικά σκεφτόταν, τον αδελφό του στη θάλασσα. Πέρασε στη Στερεά Ελλάδα, στο Καρπενήσι, και το Πάσχα της επόμενης χρονιάς εντάχθηκε στη δύναμη του Κατσαντώνη.

Χάρη στις αγγλικές απογραφές πληθυσμού που πραγματοποιήθηκαν στην Λευκάδα - όντας Αγγλική αποικία- και συγκεκριμένα στην απογραφή του 1822 αναφέρεται η σύζυγος του Δημοτσέλιου, Βαρβάρα και τέσσερα παιδιά τους (Κωσταντής, Μαρία, Χριστίνα και Βασίλω).

Ο Δήμος Τσέλιος υπαγόρευσε τα απομνημονεύματά του στον Γεώργιο Τερτσέτη, αλλά τα χειρόγραφα καταστράφηκαν κατά τη σεισμοπυρκαγιά του 1953 στη Ζάκυνθο. Σώθηκαν μόλις δύο σελίδες, που είχε δημοσιεύσει και εκεί διαβάζουμε:

 

Οἱ γονεῖς μου ἦτον ἀπὸ τὰ Κομετάτα, οἱ παππούληδές μου. Ἐπαντρεύτηκε ὁ παππούλης εἰς τὴν Ἀκαρνανία τὴν βάβω μου… Ὁ πατέρας μου ἐπῆρε ἀπὸ τὴν Ζάβιτζα. Ἐγεννήθηκα ἐγὼ εἰς τὸ Μεγανήσι τῆς Ἁγίας Μαύρας. Ἕνας Μεταξᾶς ἦλθε καὶ τὸ κατοίκησε. Ἐκεῖ ἐκατοίκησαν οἱ παππούληδές μας 4 ἀδέλφια Φερεντιναῖοι.
Ο πατέρας μου τὸν ἔκαψε ἡ ἀστραπή· ἤμουν ἕνα χρόνον. Ἐκοιμότουν εἰς ἕνα κλαρί. Ἔζησε ἡ μάνα μου δυὸ χρόνια. Ἐκίνησε νὰ πάει διὰ μαρτυριὰ στὴν Ἁγία Μαύρα· στὸν δρόμο, ἦτον 17 νομάτοι, ἐπνίγηκαν 14· ἕνας παπάς, δύο – τρεῖς γυναῖκες μὲ τὴν μάνα μου ἐπνιγήκανε. Ἔπειτα μᾶς πῆραν διὰ τὴν ψυχή του ἕνας στὴν Ἁγία Μαύρα… Ἐπέρασα καμμιὰ δεκαριὰ χρονῶνε στὴν Ἀκαρνανία, ἐπῆγα πίσω, ἔκατζα ἐκεῖ ὥστε ἔγινα 16 χρονῶν, στὴν πεθερὰ τοῦ Βαλιανάκη. Ἐπέρασα στὸ Μεγανήσι, ἐγίνηκα 19 χρονῶνε. Ἦτον τὸ σπίτι μας στὸ Μεγανήσι. Ἦτον τρία σόγια κάτοικοι. Θιακοί, Ξερομερίτες καὶ Κεφαλληναῖοι. Εἶναι ἕνα πέραμα ἀπὸ τοῦ Μύτικα, ὡραῖο νησὶ σὰν καὶ νἆναι στὴν Παράδεισο. Ἐσηκώθηκα διὰ νὰ φύγω νὰ πάρω τὸν ἀδελφόν μου, ποὖταν ξενιτεμένος. Εὐγῆκα νὰ πάω νὰ εὕρω τὸν ἀδελφόν μου ποὖταν μὲ καράβι. Ἀξιώθηκε καὶ ἔκαμε καράβι δικό του. Εὐγῆκα νὰ πάω στὴν Ἅγια Μαύρα νὰ βγῶ νὰ τὸν εὕρω. Ηὗρα ἕνα Ζαφείρη κλεφτικάτον ἀπὸ τὴν Ἀκαρνανία, κάθονταν στὴν Ἁγία Μαύρα. Μοῦ λέει αὐτός: Δῆμο τί χαλεύεις νὰ πᾶς μὲ καράβια; Ἔρχεσαι νὰ πᾶμε στὸ Καρπενήσι; Βιαίνεις καὶ κλέφτης. Μ᾿ ἐπῆρε τὸν Ἰούλιο μήνα στὰ 1804. Ἐπήγαμε. Ἐστάθηκα μὲ τὸν Ζαφείρη ἀρματολὸς ἕναν χρόνον. Ὁ Γιωργάκης ἦτον Καπετάνιος καὶ ὁ Ζαφείρης ἦτον γαμβρός του. Ἐστάθημεν· τὸν Ἰούλιο μήνα ἐξεκινήσαμεν. Ἐπήγαμεν στὸ Καρπενήσι. Ἀρματολὸς ὁ Καπετὰν Γιωργάκης μὲ μπουγιουρδί.
Ἐκάθησα ὣς τὶς 10 Ἀπρι­λίου, Λαμπρή. Ἔσμιξα τὸν Κατζαντώνη. 4 νομάτοι ἐγινήκαμε πέντε. Ἀντώ­νης, Λεπενιώτης, Τζόγκας καὶ ἕνας Θοδωρὴς 4, ἐγὼ 5. Ξακολουθάαμεν τὴν κλεψιὰ τότε διάφορους πολέμους. Ἐρχόντανε καὶ μεγαλώναμε. Ἐξακολουθάγαμε.
Ἐμεγάλωσε ὁ Ἀντώνης, ἔτρεμε ἡ Τουρκιά. Στὰ 1805 ἦλθε καὶ ὁ Καραϊσκάκης. Ἔσμιξε μὲ τὸν Ἀντώνη κι αὐτός. Ἔφυγε ὁ Καραϊσκάκης ἀπὸ τὸ Πρεμέτι ἀπὸ τὴν φυλακή. Ἀπὸ τόπον εἰς τόπον ἦλθα εἰς τὰ Ἄγραφα. Ἐγίνηκε καὶ αὐτὸς πρώτη σκάλα, καθὼς ἤμουν καὶ ἐγώ. Λεπτότερος καὶ ψηλότερός μου, μακρύτερός μου, δὲν εἶχε ὄψη καλή. Τότε μὲ τὸν Καραϊσκάκη ἀπόκτησα πιστὴ ἀγάπη. Ἀπὸ τότε. Ἐσκοτώσαμε τὸν Λιάζαγα τὸν Βελιγκέκα. Ἐμεῖς εἴμεθα 40, ἐκεῖνοι χίλιοι…
Τὸν χειμώνα ἐκαθήμεθα εἰς ἕνα λιτρουβειὸ εἰς τὸ Μεγανήσι μὲ τὸν Καραϊσκάκη καὶ Ὀδυσσέα. Ὁ Καραϊσκάκης μοῦ εἶπε διὰ τὴν Ἑταιρείαν, ὅτι θὰ γίνει τὴν ἄνοιξιν. Ἡ φαμελιά μου ἦτον εἰς τὸ Μεγανήσι. Ἐβγῆκα ἔξω. Ἐβγήκαμεν ἔξω. Ἀνταμωθήκαμεν εἰς τὴ Βόνιτζα. Ὁ Ὀδυσσέας ἐτρά­βηξε διὰ τὴν Λεβαδιά. Ἐγὼ ἔμεινα, εἶχα τὰ ζευγάρια μου. Ἀνταμωθήκαμε πρὶν τὴ Λα­μπρὴ μὲ τοὺς προεστοὺς τοῦ Κάραλη, Γιωργάκης… Χρηστάκης Στάϊκος, Μεγαπάνος, Τζόγκας, Βαρνακιώτης. Εἴπαμε νὰ βαρέσομε τοὺς Τούρκους μεγαλοβδόμαδο. Ὁ Βαρνακιώ­της δὲν ἤθελε νὰ σηκωθεῖ.Ὁμιλήσαμεν εἰς τὸ Ζευγαράκι ἀνάμεσα στὴν Κατούνα καὶ τὸ Λουτράκι. Ὁ Βαρνακιώτης σήμερο καὶ αὔριο. Ἦρθε ὁ Πράσινος, ἀπόστολος ἀπὸ τὴν Βλαχιάν, ἦλθε σ᾿ ἐμᾶς. Ἡμεῖς τότε ξαφριζόμεθα. Μᾶς ἔστερναν μπαρούτι (μεγάλη Σαρακοστὴ) στὸ ἀκροθαλάσσιο.
Ὁ Βαρνακιώτης ἐχασομέ­ραε, δὲν ἀσηκώθη καὶ ἀργο­πορώντας δὲν ἐπιάσαμε τὸ Μακρυνόρι. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Βαρνακιώτη ἐσκό­τωσαν μερικοὺς ἀν­θρώπους εἰς τὸ Ρίβιο. Ὁ Πράσινος ἐβίαζε. Εἶπε τοῦ Βαρνακιώτη: Θὰ σὲ σκοτώσει τὸ ἔθνος. Ἐμεῖς ἐπήγαμεν νὰ βαρέσομε τοὺς Τούρκους εἰς τὴν Βόνιτζα. Ὁ Νικολὸ Μπουρδάρας ἐπῆγε εἰς τὸ κάστρο τῆς Πλαγιᾶς. Ἕνας Σουλιώτης μπάζει τοὺς χριστιανοὺς εἰς τὸ κάστρο, σκοτώνουν τὸν ἀνώτερο Τοῦρκο. Ἐγίνονταν τὴν ἄνοιξιν αὐτά.



Μαθαίνοντας από τον Καραϊσκάκη για την ύπαρξη της Φιλικής Εταιρίας, έγινε µέλος της από πολύ νωρίς. Πολέµησε στη µάχη του Πέτα το 1822, στη Βόνιτσα το 1829, στο Μύτικα, στον Πύργο το 1829 και κυρίως στο Μεσολόγγι, όπου και διακρίθηκε κατά την τελευταία πολιορκία της πόλης από τους Τούρκους. 

Το 1823-24 αναδείχτηκε σε αντιστράτηγο της Στερεάς. Το 1824, πήρε μέρος στην Γ΄ Συνέλευση της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, στο Ανατολικό.  

Συμμετείχε, μαζί με άλλους οπλαρχηγούς, στη Μάχη της Αράχωβας, το 1826, στο πλευρό του Καραϊσκάκη. Στις αρχές του 1827, με εντολή του Καραϊσκάκη, πήγε στην (τότε) νησίδα Λεσίνι, που το μοναστήρι του ήταν καταφύγιο για όσους κυγηγούσαν οι Τούρκοι, το οποίο και υπερασπίστηκε επιτυχώς. Στη συνέχεια, κατέλαβε τον Μύτικα και το 1828 συνέβαλε στην οριστική επικράτηση των Ελλήνων στη Στερεά. Συνολικά πήρε µέρος σε 12 εκστρατείες, 12 πολιορκίες πόλεων και κάστρων και 39 µάχες.

 Ο ∆ήµος Τσέλιος, πρωτοστάτησε το 1836 στην εξέγερση των Ακαρνάνων αξιωματικών κατά του Όθωνα,κάτι που το πλήρωσε ακριβά.  Η επαναστατική αυτή ενέργεια δεν είχε καµία τύχη, µε αποτέλεσµα να διωχθεί, να διαγραφεί ως αξιωματικός από τις τάξεις της Βασιλικής Φάλαγγας και να αναγκαστεί να αυτοεξοριστεί στη Λευκάδα και αργότερα στο Λονδίνο έως το 1843 όπου με την επιστροφή του στην Ελλάδα ξαναπήρε το στρατιωτικό βαθµό που είχε και µπήκε πάλι στη βασιλική φάλαγγα απ’ όπου τον είχε διώξει ο Όθωνας.

Αρρώστησε και πέθανε στις 11 Νοεµβρίου 1854 στην Αθήνα. Ο τάφος του βρίσκεται στον Κήπο των Ηρώων του Μεσολογγίου, πίσω από το μνήμα του Μάρκου Μπότσαρη.



Κλέφτικα και δημοτικά τραγούδια με αναφορά στον Δήμο Τσέλιο

  

Ο Δήμος και το καριοφίλι του

 

Το ποίημα αυτό του Βαλαωρίτη αναφέρεται στη γνωστή από τα κλέφτικα δημοτικά τραγούδια συντροφική σχέση του πολεμιστή με τη φύση και το όπλο του. O Δήμος προαισθάνεται το τέλος του και ανακοινώνει στα παλικάρια του τις τελευταίες του επιθυμίες. Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Μνημόσυνα (1857).

Το ποίημα μελοποιήθηκε από τον Παύλο Καρρέρ- που θεωρείται ο συνθέτης της Ελληνικής Επανάστασης- η οποία μελοποίηση, σύμφωνα με τα "Απομνημονεύματα"του συνθέτη ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 1859.

Ο συνθέτης ενσωμάτωσε το τραγούδι, ως άρια της πρώτης πράξης, στην τετράπρακτη όπερά του "Μάρκος Βότζαρης", που πρωτοπαρουσιάστηκε στην Πάτρα στις 30/4/1861.
Το λιμπρέτο της όπερας έγραψε ο Ιταλός ποιητής Giovanni Caccialupi.Θεωρείται το πιο δημοφιλές ελληνικό τραγούδι του 19ου αι.

Ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε από πολλές εταιρείες σε πολλές εκτελέσεις.



Εγέρασα, μωρές παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης
τον ύπνο δεν εχόρτασα, και τώρ'αποσταμένος
θέλω να πάω να κοιμηθώ. Εστέρεψ'η καρδιά μου.
Βρύση το αίμα το 'χυσα, σταλαματιά δε μένει.

Θέλω να πάω να κοιμηθώ. Κόψτε κλαρί απ'το λόγκο,
να 'ναι χλωρό και δροσερό, να 'ναι ανθούς γεμάτο,
και στρώστε το κρεβάτι μου και βάλτε με να πέσω.

Ποιος ξέρει απ'το μνήμα μου τι δένδρο θα φυτρώσει!
Κι αν ξεφυτρώσει πλάτανος, στον ίσκιο του αποκάτω
θα 'ρχονται τα κλεφτόπουλα τ'άρματα να κρεμάνε,
να τραγουδούν τα νιάτα μου και την παλικαριά μου.
Κι αν κυπαρίσσι όμορφο και μαυροφορεμένο,
θα 'ρχονται τα κλεφτόπουλα τα μήλα του να παίρνουν,
να πλένουν τες λαβωματιές, το Δήμο να σχωράνε.

Έφαγ'η φλόγα τ'άρματα, οι χρόνοι την ανδρειά μου.
Ήρθε κι εμένα η ώρα μου. Παιδιά μου, μη με κλάψτε.
Τ'ανδρειωμένου ο θάνατος δίνει ζωή στη νιότη.
Σταθείτ'εδώ τριγύρω μου, σταθείτ'εδώ σιμά μου,
τα μάτια να μου κλείσετε, να πάρτε την ευχή μου.

Κι έν'από σας, το νιότερο, ας ανεβεί τη ράχη,
ας πάρει το τουφέκι μου, τ'άξο μου καριοφίλι,
κι ας μου το ρίξει τρεις φορές και τρεις φορές ας σκούξει:
«O γερο-Δήμος πέθανε, ο γερο-Δήμος πάει».
Θ'αναστενάξ'η λαγκαδιά, θα να βογκήξει ο βράχος,
θα βαργομήσουν τα στοιχειά, οι βρύσες θα θολώσουν
και τ'αγεράκι του βουνού, οπού περνά δροσάτο,
θα ξεψυχήσει, θα σβηστεί, θα ρίξει τα φτερά του,
για να μην πάρει τη βοή άθελα και τη φέρει
και τηνε μάθει ο Όλυμπος και την ακούσει ο Πίνδος
και λιώσουνε τα χιόνια τους και ξεραθούν οι λόγκοι.

Τρέχα, παιδί μου, γλήγορα, τρέχα ψηλά στη ράχη
και ρίξε το τουφέκι μου. Στον ύπνο μου επάνω
θέλω για ύστερη φορά ν'ακούσω τη βοή του.

Έτρεξε το κλεφτόπουλο, σαν να 'τανε ζαρκάδι,
ψηλά στη ράχη του βουνού και τρεις φορές φωνάζει:
«O γερο-Δήμος πέθανε, ο γερο-Δήμος πάει».
Κι εκεί που αντιβοούσανε οι βράχοι, τα λαγκάδια,
ρίχνει την πρώτη τουφεκιά, κι έπειτα δευτερώνει.
Στην τρίτη, και την ύστερη, τ'άξο το καριοφίλι
βροντά, μουγκρίζει σαν θεριό, τα σωθικά του ανοίγει,
φεύγει απ'τα χέρια, σέρνεται στο χώμα λαβωμένο,
πέφτει απ'του βράχου τον γκρεμό, χάνεται, πάει, πάει.

Άκουσ'ο Δήμος τη βοή μες στον βαθύ τον ύπνο·
τ'αχνό του χείλι εγέλασε, εσταύρωσε τα χέρια…
O γερο-Δήμος πέθανε, ο γερο-Δήμος πάει.

Τ'ανδρειωμένου η ψυχή, του φοβερού του κλέφτη,
με τη βοή του τουφεκιού στα σύγνεφ'απαντιέται,
αδερφικά αγκαλιάζονται, χάνονται, σβηώνται, πάνε.

  

Του κλέφτη το κιβούρι


Ο ήλιος εβασίλευε κι’ ο Δήμος παραγγέλνει:
Σύρτε, παιδιά μου, `ς το νερό, ψωμί να φάτ’ απόψε,
και συ Λαμπράκη μ’ ανιψιέ, έλα κάτσε κοντά μου,
να σου χαρίσω τ’ άρματα, να γένεις καπετάνος.
Παιδιά μου μη μ’ αφήνετε `ς τον έρημο τον τόπο,
για πάρτε με και σύρτε με ψηλά `ς την κρύα βρύση,
που ναι τα δέντρα τα δασιά, τα πυκναραδιασμένα.
Κόψτε κλαδιά και στρώστε μου και βάλτε με να κάτσω,
και φέρτε τον πνευματικό να με ξομολογήσει,
για να του πω τα κρίματα, οσά χω καμωμένα
δώδεκα χρόνια αρματωλός, σαράντα χρόνια κλέφτης.
Και βγάλτε τα χαντζάρια σας, φκειάστε μ’ ωριό κιβούρι
να ναι πλατύ για τάρματα, μακρύ για το κοντάρι.
Και `ς τη δεξιά μου τη μεριά ν’ αφήστε παραθύρι,
να μπαίνει ο ήλιος το πρωί και το δροσιό το βράδυ,
να μπανοβγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης ταηδόνια,
και να περνούν οι γέμορφες, να με καλημεράνε.

  

Του Δήμου Τσέλιου


Τρία χωριά µας κλαίγονται, τρία κεφαλοχώρια
το ’να χωριό κλαίει πολύ και τ’ άλλο κλαίει µαύρα
το τρίτο κλαίει µερόνυχτα σαν το µωρό στην κούνια.
Τι να ’χουνε και κλαίγουνε µ’ αυτή τη µαύρη
µη και το παιδοµάζεµα κατάλαβε το γένος
ή πάει ο Αλή πασάς, πάει για να τους κόψει;
Ούτε το παιδοµάζεµα κατάλαβε το γένος
ούτε και ο Αλή πασάς πάει για να τους κόψει.
Ο ∆ήµος Τσέλιος τα βαρεί κι αυτός τα πολεµάει
όλα στη µέση τάβαλε κι αυτός τα πολεµάει.
Βαρεί πασάδες µε σπαθιά και τούρκους µε τα βόλια.
Πασάδες δώστε τα κλειδιά, λάτε να προσκυνήστε,
Να σας χαρίσω τη ζωή εσάς και των παιδιών σας.
Κι ο Μπέης ο Μουστάµπεης του Γέρου-∆ήµου λέει:
- Όσα κακά κι αν έκαµες Γέρο-∆ήµο περήφανε
όλα στα συµπαθάω,
τώρα σε θέλω φρόνιµο, σε θέλω παλληκάρι,
να περπατάς να χαίρεσαι στους κάµπους καβαλάρης.
Θα σου χαρίσω τρία χωριά, τρία κεφαλοχώρια.
Κι ο ∆ήµος Τσέλιος φώναξε κι ο καβαλάρης λέει:
- Χωριά χωρίς τον πόλεµο, χωρίς κλεφτών ντουφέκι
ο Τσέλιος δεν τα δέχεται, ο ∆ήµος δεν τα θέλει.
Θα πολεµήσω κλέφτικα µε δώδεκα λεβέντες
ποχουν λερή τη φούστα τους τα άρµατα ασηµένια
για να τα πάρω αντρικά, για να µε λένε Τσέλιο.
Εµπρός βαρεί το γρίβο του και πάει κοντά στον Μπέη.
Φωτιά έριξαν στη φωτιά κι ο Μπέης πάει στον τόπο
κι ο ∆ήµος τον ψηλάφισε και λάφυρα του παίρνει
και πάλι πίσω γύρισε αλλού να πολεµήσει.

 

Του Δήμου Τσέλιου

 

Πικρά λαλούνε τα πουλιά, πικρά τα χελιδόνια,
πικρά λαλεί μια πέρδικα μέσ'από τη φωλιά της.
-Βουνά μου, τ'Ασπροπόταμου, βουνά του Ξηρομέρου,
τα χιόνια να μην λιώσετε, ώσπου ναρθούν και τ'άλλα,
γιατί ειν'ο Τσέλιος άρρωστος, βαριά για να πεθάνει.
Τον κλαίει η μέρα κι αυγή κι όλα τα παλικάρια
και τους γιατρούς εκάλεσε να τον επισκεφτούνε.

Και 'νας γιατρός βασιλικός, που τον γιατροκομούσε,
με ραγισμένη τη μιλιά, βαρύθυμα του κρένει:
-Τσέλιο μ', δεν είσαι για ζωή, για τον απάνω κόσμο,
παρά είσαι για τη μαύρη γης, τ'αραχνιασμένο χώμα.


Ο έρωτας του Δήμου Τσέλιου με τη Ρηνιώ.

 

Ενώ ο Δημοτσέλιος βρισκόταν στα Άγραφα με τους άνδρες του Κατσαντώνη γνώρισε μια όμορφη κοπέλα, τη Ρηνιώ. Οι δυο νέοι ερωτεύτηκαν. Όμως, την ομορφιά της Ρηνιώς είχαν ανακαλύψει και οι άνδρες του Αλή Πασά. Έτσι, μια μέρα που πήγαν να την πάρουν ως σκλάβα, ο Δημοτσέλιος τους επιτέθηκε και την έσωσε. Όμως, αμέσως έφυγε για το βουνό για να γλιτώσει από την οργή του Αλή Πασά. Στη συνέχεια η Ρηνιώ ντύθηκε άνδρας και ανέβηκε στο βουνό για να γλιτώσει τη σκλαβιά και να βρει τον αγαπημένο της. 

Σύμφωνα με την παράδοση, ο καπετάνιος των κλεφταρματωλών νομίζοντας ότι είναι αγόρι την έβαλε να πολεμήσει με τον Δημοτσέλιο. Αν νικούσε το πρωτοπαλίκαρό του στη μάχη, θα έμπαινε στην ομάδα του. Τα γένια του Δημοτσέλιου είχαν μακρύνει και η Ρηνιώ δεν τον αναγνώρισε. Η Ρηνιώ άρχισε να του επιτίθεται. Έπρεπε να μπει στην ομάδα. Κατά τη συμπλοκή παραλίγο να τον χτυπήσει στην καρδιά. Όμως, ο Δημοτσέλιος την αναγνώρισε και της μίλησε. Εκείνη τράβηξε το σπαθί της και τον ρώτησε αν ήταν ο «Δήμος της». Έτσι, οι δυο νέοι ξανασυναντήθηκαν.

Σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις οι δύο νέοι παντρεύτηκαν στο βουνό Μπούμιστος, στα λημέρια του Κατσαντώνη. Άλλοι υποστηρίζουν ότι δεν παντρεύτηκαν ποτέ. Ο Δημοτσέλιος είχε δίπλα του και την Ρηνιώ όταν πολέμησε στην μάχη του Πέτα.

Η μάχη έληξε με την συντριπτική ήττα των Ελλήνων. Ο λαβωμένος Δημοτσέλιος όμως δεν έχασε μόνο τη μάχη, αλλά και τη Ρηνιώ. Είχε χτυπηθεί θανάσιμα.

 

Το σπίτι του Δήμου Τσέλιου

 

Στο Σπαρτοχώρι του Μεγανησίου υπάρχει το σπίτι που έζησε ο Δήμος Τσέλιος. Πρόκειται για ένα από τα παλιά σπίτια – προ του 1894 – της οικογένειας Πάλμου Παραβόλα που χρησιμοποιήθηκαν αργότερα ως ελαιοτριβείο και μετά τα μέσα του 20ου αιώνα αγοράστηκε από τον ελαιουργικό συνεταιρισμό Σπαρτοχωρίου.
Η ταύτιση της οικίας του έγινε εφικτή χάρη στις αγγλικές απογραφές πληθυσμού που πραγματοποιήθηκαν στην Λευκάδα κατά τα έτη της επανάστασης του 1821.

Το σπίτι του Δήμου Τσέλιου στο Μεγανήσι Λευκάδος


Στο Αγρίνιο το σπίτι του βρισκόταν επί της οδού Δήμου Τσέλιου.

Το σπίτι του Δήμου Τσέλιου στο Αγρίνιο
στην σημερινή οδό που φέρει το όνομά του.


Επιστολικό αρχείο του Δήμου Τσέλιου




Από το βιβλίο της Ευδοξίας Κουμουτσοπούλου (δισεγγονής του στρατηγού)

 «Ο Στρατηγός Δήμος Τσέλιος».

 



Την πρώτη επιστολή του 1823  υπογράφουν όλα τα μεγάλα ονόματα της πολιτικής σκηνής της εποχής. 

 

Προς

τον Γεναιότατον Στρατηγόν

Δήμον Τσέλιον

 

  Ο εχθρός με την πτώσιν του Μεσολογγίου επαπειλεί να αφανίσει όλας τας επαρχίας της Στερεάς Ελλάδος και προπάντων της Δυτικής, χωρίς να ημπορέσουν τα ιδικά μας σώματα να εμποδίσουν την ορμήν του ευρισκόμενα διεσπαρμένα μη συννενοούμενα μεταξύ των και στερημένα των αναγκαίων τροφών και πολεμοφοδίων.

  Η Διοικητική Επιτροπή εις τοιαύτην περίστασιν δια να κάμη χρήσιμα τα ειρημένα σώματα, ώστε να ημπορέσουν να εμποδίσουν τον εχθρόν από του να εξαπλωθή εις τας επαρχίας να ματαιώσουν τους σκοπούς του, έκριναν αναγκαίαν την σύστασιν ενός δυνατού στρατοπέδου εις μίαν αρμοδίαν θέσιν του Ξηρομέρου, το οποίον και ευκόλως να ημπορή να λαμβάνει τα αναγκαία του από τα σκαλώματα και φόβον να προξενή εις τα οπίσθια του εχθρού, αν θελήση να προχωρήση εις τα ενδότερα.

  Η Διοικητική Επιτροπή γράφει περί τούτου κατ’ έκτασιν εις το κοινόν προς τους κατά την Δυτικήν Ελλάδα Οπλαρχηγούς γράμμα της, και θέλεις πληροφορηθή εξ εκείνου, καθώς και παρά του Στρατηγού κυρίου Ανδρέα Ίσκου, όστις θέλει ανταμώση και την Γεναιότητά σου καθώς και τους ειρημένους Οπλαρχηγούς.

  Εκείνο δε οπού έχει να προσθέση εις την παρούσαν είναι, ότι εις αυτήν την κρίσιμον περίστασιν και τον κίνδυνον της Πατρίδος, είναι ανάγκη και χρέος σου ιερόν, όχι μόνον να τρέξης με προθυμίαν, καθώς πάντοτε έκαμες, αλλ’ ακόμη να αλησμονήσης και τα απερασμένα και το παραμικρόν πάθος και διαφοράν, αν έχης δια να ενωθής με τους λοιπούς Στρατηγούς, και συντρέξης υπέρ σωτηρίας, ή κατά το προβαλλόμενον σχέδιον ή με όποιον άλλον τρόπον ήθελε κριθεί αρμοδιώτερον και να σπεύσης να απαντηθή ο κίνδυνος (…)

  Εάν βαλθή εις πράξιν το προβαλλόμενο ή άλλον τοιούτον σωτηριώδες σχέδιον, οι σκοποί του εχθρού βέβαια ματαιώνονται και ο κόσμος προφυλάττεται και ασφαλίζεται έως μετ’ ολίγους μήνας ν’ αποφασισθή η τύχη της Ελλάδος! και να παύσουν τα δεινά και να μην αποβούν εις μάτην οι τόσοι αγώνες και αι τόσαι θυσίαι του Έθνους.

 

Τη 1 Μαϊου 1823 Ναύπλιον

Ο Πρόεδρος

ΑΝΔΡΕΑΣ ΖΑΪΜΗΣ

ΠΕΤΡΟΜΠΕΗΣ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΙΣΙΝΗΣ ΤΣΑΜΑΔΟΣ

ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΤΖΗΑΝΑΡΓΥΡΟΥ

ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΛΑΧΟΣ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΔΗΜΗΤΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

ο Γεν.Γραμματεύς

Κ.ΖΩΓΡΑΦΟΣ

 

Την δεύτερη επιστολή, 2 χρόνια αργότερα, το 1825, προς την κεντρική διοίκηση υπογράφουν όλοι οι Στρατηγοί που πέτυχαν την περιφανή νίκη κατά του ισχυρού στρατοπέδου των Τούρκων στον Καρβασαρά (κοντά στην σημερινή Αμφιλοχία), μεταξύ αυτών ο Καραϊσκάκης κι ο Δήμος Τσέλιος:

 

Προς την Σεβαστήν Επιτροπήν την Διευθύνουσαν τα της Δυτικής Ελλάδος και προς τους Γενναιοτάτους Οπλαρχηγούς και λοιπούς Αξιωματικούς και Αδελφούς.

Εις Μεσολόγγιον

 

  Τα κατά των εχθρών κινήματά μας δεν ελλείψαμεν εις διαφόρους καιρούς να σας ειδωποιώμεν. διο και τώρα, κατά το απαραίτητον χρέος μας, σας ιδεάζομεν, ότι την 28 του λήγοντος ώραν τετάρτην της νυκτός ωρμήσαμεν αιφνηδίως κατά των βαρβάρων, εστρατοπεδευμένων εις Καρβασαρά και τους επροξενήσαμεν φθοράν και φρίκην. Το στρατιωτικόν μας έδειξεν εις αυτήν την μάχην μέγιστα σημεία της ανδρείας του. Εφονεύθησαν από τα Ελληνικά όπλα περισσότεροι από τριακόσιους εχθρούς οι δε διασωθέντες ερρίφθησαν εις την θάλασσαν και από τον τρόμον των επνίγησαν. Τα δε εκείσε παρευρεθέντα Ευρωπαϊκά πλοία εδόθησαν εις φυγήν.

  Εκυριεύσαμεν λοιπόν ημείς το τειχόκαστρον, επειδή όμως και δεν είχομεν λάβει μαζύ μας πολεμοφόδια και τροφάς, εβιάσθημεν να το παραιτήσωμεν, καθ’ ότι η μάχη διήρκεσε με όλον το πείσμα έως το πρωί και εξοδεύσαμεν όσα εφόδια είχομεν λάβει μεθ’ εαυτών. Ευρέθησαν αυτώσε έως 200 κάμηλοι, αλλ’ αι εβδομήκοντα εφονεύθησαν, τας δε λοιπάς επήραμε μαζή μας με 80 αλογομούλαρα και 30 εκλεκτούς ίππους.

  Χωρίς δε να πολυλογώμεν, το στρατόπεδο αυτό δια της βοηθείας του Υψίστου κατεστάθη Γη Μαδιάμ. Και οι γενναίοι των Ελλήνων βραχίονες εδίδαξαν τους απίστους, ότι το ολιγάριθμόν των, αναπληρούται από τον πατριωτισμόν και από την γενναίαν απόφασίν των του να κρημνήσωσι τον τύραννον.

  Μόλις σήμερον εφθάαμεν εις Δραγαμέστον και ειδοποιήθημεν μετά βεβαιότητος, ότι από το στρατόπεδον του Κιουταχή απεκόπησαν έως 5.000 Τούρκοι, οίτινες και έφθασαν εις Γουργιάν και μελετούν να έλθουν καθ’ ημών. Η είδησις αυτή μας εχαροποίησε τα μέγιστα, πρώτον δια την εμπιστοσύνην την οποίαν τρέφομεν εις τον εαυτόν μας, και έπειτα, επιδή ευκολύνονται και τα ιδικά σας κατά των απίστων επιχειρήματα. Εις την διαληφθείσαν κατά του Καρβασαρά μάχην εφονεύθη μόνον ο Πλατσιούσκας εκ του σώματος του Στρατηγού Δήμου Τσέλιου και επληγώθησαν δύο του Στρατηγού Θ. Γιολδάση εν οις και ο Βασιώνης.

  Τα λεπτομερέστερα της μάχης θέλετε μάθει από τους ιδίους πολιορκητάς σας αν ευαρεστούνται να σας τα διηγηθώσιν. (!!!)

 

Οι πρόθυμοι Πατριώται και Αδερφοί σας

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΗΣΚΑΚΗΣ

ΑΝΔΡΙΤΣΟΣ ΣΑΦΑΚΑΣ

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΓΙΟΛΔΑΣΗΣ

ΔΗΜΟΣ ΤΣΕΛΙΟΣ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΣΛΗΣ

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΚΡΗΣ

 

 

 

Η τρίτη επιστολή, το 1825, από την Διοίκηση Μεσολογγίου, αφού εξάρει την μεγάλη πολεμική επιτυχία του Τσέλιου στην Ναύπακτο, τον ενημερώνουν για την πορεία των τραυματιών κατά την διάρκεια της επιχείρησης και τις προμήθειες που του στέλνουν:

 

Η Αντί της Γενικής Διοικήσεως

Ενεργητική Επιτροπή

Προς τον Γενναιότατον Αντιστράτηγον Δήμον Τσέλιον

Εις Βενέτικο

 

  Ελήφθησαν διαφορά γράμματά σου του παρόντος μηνός. Με χαράν της είδε η Επιτροπή την νίκην όππου έκαμες εναντίον του εχθρού ευρισκομένου εις Ναύπακτον, και εύχεται να φαίνησαι παντού και πάντοτε Νικητής και Τροπαιούχος αγωνιζόμενος υπέρ της φιλτάτης Πατρίδος.

  Εν τοσούτω το κατόρθωμά σου τούτο θέλει αναφερθεί εις την ΣΤ’ην Διοίκησιν καθώς εβάλθη και εις την εφημερίδα οπού και σου εσωκλείετε. Δια τους λαβομένους οπού έστειλες εδώ εδιορίσθηκε χειρούργος δια να τους επιμεληθή, και μείνε ήσυχος, ότι είναι φροντίς να τους γενή η αναγκαία περίθαλψις. Κατά την ζήτησίν σου σας στέλνεται οπίσω με τους ανθρώπους σου το ρωμιόπουλον ονομαζόμενον Θανάσης Βλάχος.

  Όσον δια τον ερχομό σου εδώ ύστερον οπού έκαμες τόσην μεγάλην εντροπή εις τους εχθρούς, εάν αυτοί μάθουν, ότι η Γενναιότης σου άφησες το ορδί διά να έλθης εις το Μεσολόγγι διά υποθέσεις σου, ημπορούν να αυθαδιάσουν και να μας προξενήσουν ζημίαν. Διά τούτο καλόν ήτον να αναβάλης τον εις τα εδώ ερχομόν σου, δια να μην ξεθαρέψουν ευθύς οι εχθροί.

  Σου στέλνοντε τρία φορτώματα τζεπχανέ και τριάκοντα στουρνάρια και διώρισε, άνθρωπόν σου καλόν να το μοιράζη δια να μην γίνεται σκόρπισμα. Η έλλειψις οπού έγεινεν εις το γέννημα, οπού σου εστάλθη απ’ εδώ, είναι τω όντι μεγαλωτάτη και ή εδώ έγινε κανένα λάθος από τον μαγαζινιέρην, ή εις τον δρόμον έγινε καμμία κατάχρησις. Με θαυμασμόν της είδεν η Επιτροπή το τόσον ολίγον γέννημα, οπού σε εστάλθηκεν από τον έπαρχον Βλωχού και Αποκώρου και εζητήθη σημείωσις των δεκατιών, οπού εσύναξεν, αλλ’ ακόμη δεν την έστειλε διά να φανή εν ταυτώ πόσον γέννημα έδωκε και πού το έδωκε.

 

Υγείενε

 

Την 9 Φεβρουαρίου 1825 Μεσολόγγιον

Ο Γενικός Γραμματεύς, Γ. ΠΛΗΤΑΣ

Τ.Σ., Κ. ΜΕΤΑΞΑΣ

Θ. ΜΑΓΙΕΡ

Τ. ΣΠΑΝΙΟΛΑΚΗΣ

 

 

 

Η τέταρτη επιστολή είναι από τον Καραϊσκάκη, το 1827, λίγο πριν τον θάνατο του μεγάλου ήρωα και την εποχή που αυτός πολιορκεί την Αθήνα και τα εκεί στρατεύματα του Κιουταχή. Την ίδια εποχή ο Δήμος Τσέλιος έχει καταλάβει και έχει οχυρώσει το φρούριο στο Λεσίνι και ζητάει στρατιωτική βοήθεια από τον Αρχιστράτηγο. Ο Καραϊσκάκης, που τον αποκαλεί «αδερφό» του μηνύει να κάνει υπομονή και κουράγιο:

 



Προς τον Γενναιότατον Στρατηγόν

Δήμον Τσέλιον

Εις Λεσίνι

 

Έλαβον το γράμμα σου και εχάρηκα τη υγεία σου και κατάλαβα τα γραφόμενά σου.

 

Αδελφέ καπετάν Δήμο,

  Καθώς υπέφερες έως τώρα υπέφερε και εις το εξής καθώς και εγώ υποφέρω και παράβλεπε κάθε πράγμα, φρόντισε όμως αδελφέ να κρατήσης το Λεσίνι με την συνειθισμένην σου φρόνησιν και Γενναιότητα. Είξευρε προς τούτοις ότι ημείς ερχάμενοι ετοποθετηθήκαμε εδώ εις Κερατσίνι, μίαν ώραν μακράν από τας Αθήνας, τα ταμπούρια μας τα έχουμε με τους εχθρούς καθώς της Αράχωβας, μόλον τούτο έκαμαν οι εχθροί αρκετάς εφορμήσεις από επάνω μας όμως από τύχη καιεσκοτώθησαν οκτακόσιοι πραγματικώς και χίλιοι τετρακόσιοι επληγώθησαν και τώρα τους έχομαι επάνω εις μίαν ράχην και ημείς μέσα εις τον κάμπον. Εκ τούτου λοιπόν κατάλαβε εις ποίαν κατάστασιν έφθασεν ο Κιουταχής. Τούτο όμως σε λέγω ότι σήμερον οπού σου γράφω το γράμμα είμεθα συναγμένοι 13 χιλιάδες στρατεύματα πραγματικώς και όλον ένα από την Πελοπόννησον εβγένουν και ελπίζω εντός δέκα δεκαπέντε ημερών θέλει δόσουμε τον παντελή εξολοθρευμόν εδώ του Κιουταχή, και έπειτα κινηγόντας τον θέλει καταφθάσω αυτού με όλα τα Ρουμελιώτικα και Πελοποννησιακά στρατεύματα.

Αδελφέ καπετάν Δήμο,

  Βάστα την αυτού θέσιν με την συνειθισμένην σου φρόνησιν και Γενναιότητα και εντός ολίγου καταφθάνει ο αδελφός σου Καραϊσκάκης με όλους τους ενταύθα αδελφούς Στρατηγούς. Εν τοσούτω σε ασπάζομαι αδελφικώς. Είξευρε προς τούτοις ότι ο Λόρδ Κόχραν προ ημερών έφθασε ο οποίος έκαμε ναυτικήν Μοίραν και επήγε προς αντίκρυτα του εχθρικού στόλου και είπεν όμως ότι δεν πατεί την χώραν της Ελλάδος εάν δεν φέρει εχθρικά καράβια.

 

Τη 17 Μαρτίου 1827, Στρατόπεδον Κερατσινίου

ΚΑΡΑΗΣΚΑΚΗΣ

 

 

 

Η επόμενη επιστολή είναι του 1830, όταν πια έχει αναλάβει Κυβερνήτης ο Καποδίστριας. Τι ακριβώς συνέβη τότε; Ο Δήμος Τσέλιος είναι εκείνη την εποχή Στρατηγός με τον τίτλο του χιλιάρχου (διοικεί χίλιους άντρες) και τον αντίστοιχο στρατιωτικό μισθό. Διοικεί στρατιωτικά δυνάμεις στην Δυτική Ελλάδα με έδρα το κάστρο της Βόνιτσας. Οι αψιμαχίες με τους αδυνατισμένους πια Τούρκους συνεχίζονται αραιά, αλλά τα εδάφη αυτά είναι πλέον ελεύθερα, Ελληνικά, χάρη στον αγώνα. Όταν αναλαμβάνει όμως τοποτηρητής στην Στερεά Ελλάδα ο αυταδερφός του Κυβερνήτη Αυγουστίνος Καποδίστριας, για λόγους οικονομικών περικοπών του νεοσύστατου κράτους αλλά και άγνοιας της ιστορίας και των θυσιών του Τσέλιου και των άλλων λαϊκών αγωνιστών, υποβιβάζει τον Δήμο Τσέλιο σε πεντακοσίαρχο, μειώνοντάς του αντίστοιχα τον έτσι κι αλλιώς πενιχρό μισθό. Ο Μεγανησιώτης ήρωας διαμαρτύρεται δικαίως με επιστολές του στον Κυβερνήτη, ο οποίος κάποια στιγμή ευαισθητοποιείται και του απαντά κατευναστικά:


Πραγματικά, μετά από έναν περίπου χρόνο, το 1831, με νέα απόφαση, ο Δήμος Τσέλιος αποκαθίσταται και επανέρχεται στην ανώτερη στρατιωτική βαθμίδα του χιλίαρχου:




22 Σεπτεμβρίου 1829 Βόνιτσα

Κατάλογος των Γενικών Αρχείων του Κράτους που αναφέρονται σε αυτόν οι αξιωματικοί του Δήμου Τσέλιου και υπογράφεται από τον ίδιον κάτω δεξιά.



 

 

ΠΗΓΕΣ:

Κυριάκου Σκιαθά «Τα ερωτικά του 21, Τόμος 2ος», Εκδόσεις Διαπολιτισμός

Κουμουτσοπούλου Ευδοξία (1930), «Ο στρατηγός Δήμος Τσέλιος», Αθήνα: Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου

Έκδοση Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων (1984), «Ο Γεώργιος Τερτσέτης και τα Ευρισκόμενα Έργα του»,

Γ.Α.Κ.

 

http://www.meganisinews.eu

http://www.meganisitimes.gr

https://xiromeronews.blogspot.com

https://www.vmrebetiko.gr

https://el.wikipedia.org/

http://www.mixanitouxronou.gr


 



Για την αναπαραγωγή της ανάρτησης είναι ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ η αναφορά της πηγής. Share

H Kοινωνικο-οικονομική κατάσταση της Αιτωλοακαρνανίας...

Η Οικογένεια των Γριβαίων....

$
0
0

...και η φάρα των Μπούα

Οι Μπούα ήταν οικογένεια Αρβανιτών ή Αρμάνων (Βλάχων), προερχόμενη, κατά τον ιστορικό Ιωάννη Καντακουζηνό, από τα ορεινά της Θεσσαλίας ή της Ηπείρου.

Οι Μπούα από τις αρχές του 14ου αιώνα συμμετέχουν σε όλα τα ιστορικά γεγονότα από την Πελοπόννησο μέχρι την Ήπειρο και από την Θεσσαλία μέχρι την Ιταλία.

Ο  πρώτος γνωστός γενάρχης τους είναι ο Νικόλαος Μπούας, που εμφανίζεται  στο πρώτο μισό  του 14ου  αιώνα. Ο Νικόλαος, πεθαίνοντας  άφησε κληρονόμο του τον  γιό του Πέτρο Μπούα. Ο Πέτρος Μπούαυπηρέτησε στο στρατό του Σέρβου βασιλιά Στέφανου Δουσάν (1321 - 1331), μετά το θάνατο του οποίου, ανακηρύχθηκε ηγεμόνας του Αγγελοκάστρου Αιτωλοακαρνανίας.

 Ο Πέτρος είχε δυο γιούς, τον Ιωάννη, αποκαλούμενος και Γκίνος ή Σπάτας (άνθρωπος του σπαθιού) και τον Μαυρίκιο αποκαλούμενος καιΣγούρος. Ο Γκίνος διαδέχτηκε τον πατέρα του στην περιοχή της Αιτωλίας.

Στα 1374 ο Γκίνος κυρίεψε την Άρτα. Από εκεί εξορμώντας παρενοχλούσε τη Δεσποτεία των Ιωαννίνων και στα 1380 κατέλαβε και έκαψε τα Γιάννενα . Την ίδια χρονιά κυρίεψε και τη Ναύπακτο .

 Ο Γκίνος πέθανε το 1400 αφήνοντας τρεις κόρες και στο “πόδι” του ένα γιό, τον Παύλο, που κληρονόμησε τη Δεσποτεία της Αιτωλίας και της Ναυπακτίας. Παράλληλα, ο αδελφός του Γκίνου, Μαυρίκιος  είχε καταλάβει την Άρτα και το 1418, μετά τον θάνατο του Δεσπότη Ησαύ Μπουοντελμόντε, τα Γιάννενα.

Όμως, το 1405 ο Κάρολος Τόκος εισέβαλε στις επικράτειές τους, τις οποίες κατέλαβε τελικά το 1420, παίρνοντας αυτός τον τίτλο του Δεσπότη. Μετά απ’ αυτό, οι γιοί του Παύλου Μπούα, Γκίνοςκαι Αλέξιοςκατέφυγαν στον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Μανουήλ Β’ Παλαιολόγο, που τους δέχτηκε με τιμές και τους παρεχώρησε γαίες και φρούρια στο Μοριά, όπου πήγαν και εγκαταστάθηκαν με όλη τη φάρα τους.

Ο λόγιος Τζάνης Κορωναίος, από την Ζάκυνθο, στο βιογραφικό, επικό ποίημά του  «Μπούα Ανδραγαθήματα», το οποίο συνέθεσε, το 1519, μας λέει:


«Κι’ ο Κάρλος τ’ Αγγελόκαστρον αφέντευσε κι’ εμπήκεν,

 κι όπου ποτέ δεν τώριζε δικόν του το εποίκεν.

Και δυό ανεψίδια Μπούα του κυρ Μουρίκη,

 εκρύβησαν κι εφύγασι, γυρεύει δεν τα βρίσκει.

 Και ήγγιζέ των εκεινών νάχουν την αυθεντείαν,

 για τούτο τα εγύρευε με την μεγάλην βίαν.

 Κι’ αυτά στην Πόλιν έδραμαν, στον μέγα βασιλέα,

 δια νάχουσι το σκέπος του, να μη φοβούνται πλέα.

 Και είδε τους ο βασιλεύς με την ευγνωμοσύνην,

κι’ αυτός καλά τους δέχτηκε με πάσαν καλωσύνην.

 Και χώρες των εχάρισε, καστέλλια και χωρία,

 για νάχουν πάλ’ ευημεριάν, νάχουν παρηγορία.

 Κι’ εις τον Μοριάν τους έστειλε, ως δια ν’ αφεντεύουν,

και χαρισέ των άλογα, ως να καβαλικεύουν.

 Μέγαν μεσάζον έκαμε σ’ εκείνη την ημέραν

 τον έναν απ’ αυτούς τους δυό κι’ ώριζε τον Μορέαν»

 

Τα επόμενα χρόνια η ιστορία καταγράφει δύο ακόμα Μπουαίους.

Τον Μερκούριο-Μαυρίκιο Μπούα Σπάτααπό το Ναύπλιο και τον Θωμά Μπούααπό το Άργος.

Από το «Λεξικόν Ιστορικόν και Λαογραφικόν Ζακύνθου», του Λεωνίδα Ζώη, στο λήμμα «Μπούα», διαβάζουμε για μερικούς ακόμα από την φάρα των Μπουαίων:


Μέχρι τον 16ο αιώνα, λοιπόν,  είδαμε η φάρα αυτή να διακλαδίζεται με επωνύμια νέων γεναρχών, όπως Μπούας Σπάτας, Μπούας Γκίνος, Μπούας Σγούρος κ.λ.π. Μετά τον 16ο αιώνα δεν αναφέρονται με το πατρογονικό Μπούας αλλά με το όνομα του γενάρχη τους ή με παρωνύμιο, όπως: Σπάτας, Γρίβας, Μουρίκης, Μερκούρης κ.λ.π.

Ο Μερκούριος Μπούας
του Νίκου Εγγονόπουλου

ΜΕΡΚΟΥΡΙΟΣ ΜΠΟΥΑ

Στα χρόνια 1496-1527 δρα ο Μερκούριος Μπούαεπονομαζόμενος και Σπάτ(θ)ας. Γεννημένος στο Ναύπλιο το 1478, γιός του Πέτρου Μπούα-Σκλέπακαι εγγονός του Ιωάννη-Γκίνο Μπούα,  πολεμάει στο πλευρό των Ενετών, εναντίον των Γάλλων (Καρόλου Η' 1483—1498).

Παντρεύτηκε την Αικατερίνη Μπόχαλη. Βασική πηγή πληροφοριών για τον Μερκούριο Μπούα αποτελεί το βιογραφικό, επικό ποίημα «Μερκουρίου Ανδραγαθήματα» του  λόγιου Τζάνη  Κορωναίου. Αντιγράφουμε ένα σύντομο απόσπασμα:

«Ο Μερκούριος Μπούας, εγεννήθη και ανετράφη εν Ναυπλίω. Κομιδή νέος απορφανισθείς πατρός, και υπό την επιμέλειαν φιλόστοργου ανατραφείς μητρός, απήλθεν εις Βενετίαν  ίνα υπό τας σημαίας του Αγίου Μάρκου τασσόμενος ευρύτερον εις τον πολεμικόν αυτού χαρακτήρα παράσχη στάδιον. Ένεκεν ατομικής ικανότητος, ή και χάριν πατραγαθιών, ασμένως δεξιωθείς κατεγράφη ως αρχηγός των εν τη υπηρεσία της Δημοκρατίας μισθοφορούντων Ελλήνων....»

Στο ίδιο ποίημα ο Κορωναίος παρουσιάζει τον Μερκούριο ως Αχιλλέα και Μέγα Αλέξανδρο στην ανδρεία , ως Νέστορα στη γνώση και ως Πάρη στην ομορφιά.

Τον Ηρακλή απέρασες, κι’ αυτόν τον Αχιλλέα

που’ ταν οι πρώτοι στρατηγοί καιρού παλαιά

Και μοιάζεις τον Αλέξανδρο π’ 'Ανατολή και Δύση

Κι όλον τον κόσμο από σπαθιού είχε τονέ κερδίσει…

 

Ο Κώστας Κρυστάλλης γράφει για τον Μερκούριο Μπούα ότι πάνω από 30 χρόνια (1495-1527) «…επολέμησεν αδιαλείπτως ούτος επί κεφαλής των Ελλήνων συντρόφων του στρατιωτών εις τας πεδιάδας και τα όρη της Ευρώπης, φέρων πάντοτε την φρίκην και τον όλεθρον εις τον εχθρόν, παραχωρών την νίκην εις τον φιλοξενούντα αυτόν ηγεμόνα και την δόξαν εις την καταγωγήν του την ελληνικήν».

«…Φιλοπόλεμος, καρτερόψυχος, στρατηγικός, υπέρτερος μεν πάντων των τότε μισθοφορούντων συμπατριωτών του, εφάμιλλος δε πολλών περιφανών της Ευρώπης στρατηγών επί τριάκοντα εν έτη (1496-1527) αδιαλείπτως πο­λέμων, πάντοτε έφερε την φρίκην και τον όλεθρον εις τας εχθρικάς φάλαγκας, κλίνων την πλάστιγγα της νίκης υπέρ του φιλοξενούντος ηγεμόνος· κατά τας διαφόρους εις Φλανδρίαν, Βαυαρίαν, και προ πάντων την Ιταλίαν εκδρομάς του, εκυρίευσε τεσσαράκοντα έξ εχθρικάς σημαίας· διάφοροι ηγεμόνες ανέδειξαν αυτόν ιππότην, είς βασιλεύς και εις αυτοκράτωρ τον ετίμησαν με τον τίτλο του κόμητος, η δε ενετική δημοκρατία με το αξίωμα του αρχιστρατήγου…».

Ο Μερκούριος Μπούας πέθανε στο Τρεβίζο της Ιταλίας το 1542.

 

Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΩΝ ΓΡΙΒΑΙΩΝ

Η αρματολική οικογένεια των Γριβαίων (γνωστοί μέχρι τον 16ο αιώνα ως Μπουαίοι) είναι παραφυάδα της μεγάλης οικογένειας των Μπουαίων.

Το ότι η οικογένεια των Γριβαίων ήταν  παρακλάδι, απ'τα σημαντικότερα μάλιστα, των Μπουαίων, φαίνεται από μια επιστολή του Κωνσταντή Βρυώνη«27 Γιαννουαρίου 1637»που βρήκε στο Αρχειοφυλακείο Κεφαλλονιάς ο Κ. Σάθας και που τη δημοσίευσε στα «Ελλληνικά Ανέκδοτα».

 «Τότες (μετά τη φυγή τους απ’ τήν Πελοπόννησο το Μάη του 1502) από τους Μπουγίδες βγήκε ο Γρίβας... Ο Γρίβας γένηκε Τσέρνιδος* στο Ξηρόμερι».

*Τσέρνιδος: Επιλεγμένος φύλακας (επί μισθώ)

 Ο δε Αριστοτέλης  Βαλαωρίτης («Έργα» του 1893 ) σημειώνει:

«H αρειμάνιος των Γριβών οικογένεια αριθμείται μεταξύ των πολλών παραφυάδων άτινες ανεβλάστησαν εκ του περιφανούς των Μπουαίων γένους».

Οι Γριβαίοι φαίνεται ότι κατάγονται από το χωριό Τόσκεσι του Σουλίου. Ο εκπαιδευτικός Λιόντος Δημήτριος διασταύρωσε την σημερινή ονομασία του χωριού που είναι η Αχλαδέα.  Γνωστοί στην Ελλάδα για την αντιτουρκική δράση τους έγιναν πριν από το 1500. Έτσι το 1479 ο Θεόδωρος   Μπούαςπολεμάει στην Πελοπόννησο τους Τούρκους μαζί με τον Κροκόδειλο Κλαδά.

 Ο Θεόδωρος Μπούας πέθανε στην Βόρειο Ήπειρο το 1492 κατά την εισβολή του Σουλτάνου Βαγιαζήτ όταν στάλθηκε εκεί από τον Βασιλέα Φερδινάνδο της Νεαπόλεως να οργανώσει την αντίσταση κατά των Τούρκων.

 Στο τέλος του 16ου  αιώνα (1580) ένας άλλος Θεόδωρος Μπούας- Γρίβας  επαναστατεί στην Ακαρνανία καί την Ήπειρο.   Ο Κ. Σάθας- Έλληνας ιστορικός- στο έργο του «Ελληνικά Ανέκδοτα»μας δίνει μερικές πληροφορίες για αυτόν: «Τω 1585 ήκμασεν ο Θεόδωρος Γρίβας, αρματωλός Βονίτσης, έχων αδελφόν τον Γκίνον Μπούαν…».

Ο Θεόδωρος Μπούας-Γρίβας ύψωσε στην Ακαρνανία και στην Ήπειρο την σημαία της επανάστασης και κατέσφαξε τους Τούρκους της Βόνιτσας και του Ξηρομέρου. Το παράδειγμά του μιμήθηκαν και οι αρματολοί της Ηπείρου καταλαμβάνοντας την Άρτα και προχωρώντας προς τα Γιάννενα. Τότε οι Τούρκοι της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας ήλθαν για βοήθεια και ο Γρίβας τους αντιμετώπισε στον Αχελώο. Αναγκάστηκε όμως να οπισθοχωρήσει αφού είχε τραυματισθεί θανάσιμα και παρήγγειλε στον αδελφό του Γκίνο Μπούα που βρισκόταν στην Ήπειρο να έλθει για βοήθεια. Ο Γκίνος Μπούαςόμως ερχόμενος να βοηθήσει τον αδελφό του,  σκοτώθηκε στην Περατιά (απέναντι από την Λευκάδα) σε μάχη με τους Τούρκους. Η θέση αυτή ονομάζεται από τότε «Του Μπούα το αυλάκι».  Ο Θεόδωρος μη έχοντας πια βοήθεια οπισθοχώρησε και πέρασε στην Ιθάκη πεθαίνοντας εκεί από τα τραύματά του. Στην θέση του διορίσθηκε από τους Τούρκους,  ο Τρομπούκης ο Συντεκνιώτηςαπό τον Βάλτο.

Ο Θεόδωρος Γρίβας άφησε πίσω του τρεις γιούς. Τον Σίμο, τον Χρήστοκαι έναν τρίτο. (Κατ’ άλλους ιστορικούς τα ονόματα διαφέρουν: Σίμος, Αποστόλης και Λέκος –Αλέξανδρος-).

Ο ΣίμοςΓρίβας γύρω στα 1614 μεταβαίνει στο Σούλι από την Ιθάκη εκδιώκει τον Τρομπούκη και καταλαμβάνει το πατρογονικό καπετανάτο. Ο Τρομπούκης ανακαταλαμβάνει το καπετανάτο σε μάχη με τον Σίμο Γρίβα αφού στρατολόγησε άτομα από το Βάλτο. Ο Σίμος πέρασε στην Λευκάδα και βρήκε άσυλο στην μονή του Προδρόμου όπου και πέθανε το 1622. Τάφηκε στην μονή και πάνω στον  τάφο του σε πέτρινη πλάκα υπάρχει η επιγραφή : «1622 Αυγούστου ις΄. Σήμο Μπούγας εκοιμήθη εν κυρίω».

Οι αδελφοί του Σίμου Γρίβα, ο Αποστόλης και ο Λέκος  κατέφυγαν στους συγγενείς τους στο Τόσκεσι της Ηπείρου και αφού στρατολόγησαν άτομα το 1640 κατέβηκαν προς την Βόνιτσα σκότωσαν τον αρματολό Γατζούλη, γιό του Τρομπούκη και κατέλαβαν το καπετανάτο το οποίο δόθηκε στον μεγαλύτερο αδελφό Χρήστο -κατ’ άλλους ιστορικούς, Αποστόλη-, το οποίο μετά τον θάνατό του περιήλθε στα χέρια του γιού του, Δράκου.

Οι συγγενείς του Τρομπούκη στρατολόγησαν αμέσως άτομα από τον Βάλτο και με επικεφαλής  τον γαμπρό του Γατζούλη, Τσεκούρα, εισέβαλαν στο Λούρο και αφού νίκησαν του Γριβαίους κατέλαβαν το καπετανάτο. Οι Γριβαίοι κατέφυγαν στο Σούλι όπου ανασυντάχτηκαν και εισέβαλαν στο Λούρο και ανακατέλαβαν το καπετανάτο συμφωνώντας με τον Τσεκούρα να κρατήσουν οι Γριβαίοι το αρματολίκι του Λούρου ο δε Τσεκούρας το  της Βόνιτσας.

Το 1716 οι γιοί του Αποστόλη Γρίβα, Χρήστος και Θεόδωροςμε τους αρματολούς  του Ξηρομέρου και του Αγγελοκάστρου Μεϊντάνηκαι Σπαθόγιαννο,  εισβάλουν στην Βόνιτσα εκδιώκουν τον Τσεκούρα και σε συνεννόηση μεταξύ τους ρυθμίζουν τα αρματολίκια. Ο Θεόδωρος και ο Χρήστος Γρίβας καπετάνευσαν μέχρι το 1738.

Το 1738 ο Κατζικογιάννης (Κατσικογιάννης)από τον Βάλτο, συγγενής του Τσεκούρα, επικεφαλής πολλών κλεφτών, εισβάλουν στην Βόνιτσα κι από εκεί στο Ξηρόμερο. Επί 13 χρόνια οι Γριβαίοι πολεμούσαν με τους Κατζικογιανναίους .

Το 1752 ο Αποστόλης Γρίβας, ο οποίος διαδέχτηκε τον πατέρα του Χρήστο, πάντρεψε τον γιό του Χρήστο με την κόρη του Κατζικογιάννη, Μόσχω,  εκτείνοντας την αρματολική του περιφέρεια από το Λούρο μέχρι το Αγγελόκαστρο.  Όταν πέθανε ο  Αποστόλης Γρίβας  άφησε πίσω του τρείς γιούς, τον Χρήστο, τον Τσέγιο και τον Κώστα.

Το 1769 ο Χρήστος Γρίβαςπολιορκεί το Βραχώρι, πρωτεύουσα του σαντζακίου του Κάρλελι. Οι Τούρκοι του Βραχωρίου αντιστάθηκαν επί δύο μέρες και στις 23 Μαρτίου του 1770 ο Γρίβας αναγκάστηκε να λύσει την πολιορκία και να κατευθυνθεί προς τον Αχελώο όπου οι Τούρκοι της Ηπείρου ενώθηκαν με τους Τούρκους του Αγρινίου με επικεφαλής τον Αχμέτ Βαλή του Κάρλελι και τον Αλβανό Σουλεϊμάν Βέη. Μη μπορώντας ο Γρίβας να κόψει την ορμή των Αλβανών οπισθοχώρησε και στρατοπέδευσε έξω από το Αγγελόκαστρο, στον Άγιο Ηλία της Μπέαινας.   

Ο αδελφός του, ΤσέγιοςΓρίβας κατέλαβε την θέση Ραγκαβέικα, ο οπλαρχηγός Γεώργιος Γουλιμής ή Λαχούρηςτην γέφυρα του Αγγελοκάστρου και ο Χρήστος Γρίβας στους προμαχώνες του Αγίου Ηλία. Οι Τούρκοι χωρίστηκαν σε δύο σώματα. Το ένα με επικεφαλής τον Σουλεϊμάν βέη κατευθύνθηκε κατά του Τσέγιου και του Λαχούρη και το δεύτερο με επικεφαλής τον Αχμέτ Βαλή κατευθύνθηκε προς τον Άγιο Ηλία. Ο μεν Τσέγιος σκοτώθηκε αφού αντιστάθηκε επί τρεις μέρες  ο δε Λαχούρης έκοψε την γέφυρα του Αγγελοκάστρου και ενώθηκε με τον Χρήστο Γρίβα ο οποίος είχε μέχρι τότε καταφέρει να αποκρούσει δύο εφόδους του στρατού του Αχμέτ. Σε μία έξοδο από τους προμαχώνες του Αγίου Ηλία σκοτώθηκαν ο Λαχούρης, ο Χρήστος Γρίβας και 300 αρματολοί. Η θέση που έπεσε ο Γρίβας ονομάζεται μέχρι τώρα «Των Γριβαίων τα κόκκαλα».

Ο Χρήστος Γρίβας  άφησε πίσω του δύο γιούς, τον Δημήτριο ή Δράκο, πέντε χρονών τότε και τον Γεωργάκη ή Σβίγγα, τριών χρονών. Έτσι το αρματολίκι του του Κάρλελι έμεινε ουσιαστικά χωρίς καπετάνιο.  Όσοι επέζησαν από την μάχη του Αγγελοκάστρου εξέλεξαν ως διάδοχο του Χρήστου Γρίβα τον Δράκο και συνέστησαν τριμελή κηδεμονία που αποτελούνταν από τον Κατζικογιάννη, θείο του ανήλικου, τον Κώστα Σκλεπούσηκαι τον Γιάννη Κρεκόνη. Η αρματωλική σφραγίδα έφερε το όνομα του Δράκου εν ονόματι του οποίου ενεργούσε η επιτροπή.

Ο Κατζικογιάννης όμως έχοντας την υποστήριξη του Αλή Πασά και παρακινούμενος από τον προεστό του Ξηρομερίου Μήτσο Μαυρομμάτη, άσπονδο εχθρό των Γριβαίων, άλλαξε το όνομα του Δράκου στην σφραγίδα, χάραξε το δικό του και ανακηρύσσει τον εαυτό του, κύριο στο αρματολίκι της Βόνιτσας και Ξηρομέρου.
Ο Σκλεπούσης και ο Κρεκόνης φοβούμενοι μετά την ενέργεια αυτή ότι θα έκαναν κακό στον ανήλικο Δράκο πήραν το παιδί και το φυγάδευσαν στην Λευκάδα. Όταν επέστρεψαν συγκρότησαν σώμα κλεφτών εισέβαλαν στο Ξηρόμερο κατέστρεψαν τα κτήματα του Μαυρομμάτη και του Κατζικογιάννη και απαίτησαν την παραίτησή του από το αξίωμα που είχε σφετεριστεί.  Ο Κατζικογιάννης επικεφαλής πολλών Ξηρομεριτών κινείται εναντίον τους και σε μάχη που έγινε στο Μοναστηράκι σκοτώνει του Σκλεπούση και τον Κρεκόνη και αναγνωρίζεται ως αρματολός της Βόνιτσας και του Ξηρομέρου με επίσημο μπουγιουρτί του Αλή Πασά. Έπειτα απ’ αυτό ο Δράκος μεταφέρθηκε στην Κέρκυρα κι από εκεί στο Θιάκι.

Το 1778, όταν ο Δράκος ήταν 13 ετών, συστήνεται σώμα κλεφτών που απαιτεί από τον Κατζικογιάννη να παραιτηθεί από το αρματολίκι . Αρχίζει έτσι ένας μεγάλος εξοντωτικός πόλεμος ανάμεσα στις δύο οικογένειες που κράτησε  12 χρόνια, από το 1778 έως το 1790.

Οι μπέηδες του Κάρλελι Σουλεϋμάν μπέης και  Αχμέτ μπέης καθώς και ο ίδιος ο Αλή  Πασάς διαμαρτύρονταν στον Ανώτερο Προβλεπτή Λευκάδος γιατί δεν τους εμπόδιζε.

Η λαϊκή μας παράδοση αποτύπωσε αυτόν τον 12ετή πόλεμο στο παρακάτω τραγούδι:

Τ'είν'το κακό που γίνεται και η ταραχή η μεγάλη

'Στα Ρόγκα 'ς τα Ποληόρογκα 'ς το αμπέλια 'ς τα αμπελάκια;

Μήνα βουβάλια σφάζονται, μήνα θηριά μαλώνουν;

Κι'ουδέ βουβάλια σφάζονται κι'ουδέ θηριά μαλώνουν.

Ο Δράκο Γρίβας πολεμάει με δώδεκα χιλιάδες

Μαουλουμπασάδες δώδεκα, πασάδες δέκα πέντε

Ταράχκτηκεν η Πρέβεζα και όλ'η Βαλαώρα.

Πέφτουν τα τόπια 'σα βροχή, και η μπόμπες σα χαλάζι

Κι'αυτά τα λιανοτούφεκα 'σαν άμμος της θαλάσσης.

 Ο Μαυρομμάτης ο οποίος υπέφερε τα πάνδεινα από τις επιδρομές των κλεφτών αναγκάσθηκε, το 1790, να αναγνωρίσει τον Δράκο Γρίβα ως καπετάνιο της Βόνιτσας και του Ξηρομέρου και να αναγκάσει τον Κατζικογιάννη να παραιτηθεί από το αξίωμα. Έτσι το 1790 το αρματολίκι  της Βόνιτσας και του Ξηρομέρου επανήλθε στα χέρια του Δράκου.

Το 1797-1798 ο  Δράκος Γρίβας συνεργάζεται με τους Γάλλους και διορίζεται αρχηγός των Ελληνικών ταγμάτων στην Γαλλική Κέρκυρα.(Γαλλική κυριαρχία)

 Ο Leake γράφει ότι ο Δράκος Γρίβας δηλητηριάστηκε μετά από διαταγή του Αλή Πασά ενώ από τον Κασομούλη μαθαίνουμε ότι πέθανε στα Γιάννενα . 

Ο  αδελφός του Σβίγγας έπεσε μαζί με τον μοναχογιό του κατά την έξοδο του Μεσολογγίου.

Το 1797 ο Δράκος Γρίβας και η Πρεβεζιάνα γυναίκα του  Θεοδώρα Γιαννίτση αποκτούν τον Θεόδωρο (Θεοδωράκη) Γρίβα, τον τέταρτο κατά σειρά γιό τους, τον μετέπειτα οπλαρχηγό στην Επανάσταση του 1821. 

Θεοδωράκης Γρίβας
Ελαιογραφία του Ιωάννη Δούκα

Ο Δράκος Γρίβας άφησε πίσω του πέντε γιούς: τον Χρήστο, τον Φλώρο ή Κώστα, τον Σταύρο, τον Θεόδωρο (Θεοδωράκης) και τον Αλέξιο ή Γαρδικιώτη.

Εκτός τα αγόρια είχε και κορίτσια, για τα οποία δεν υπάρχουν συγκεντρωμένες πληροφορίες. Λέγεται ότι  μια κόρη του παντρεύτηκε με τον Οπλαρχηγό των Αγράφων, τον Γιάννη Μπουκουβάλα (βλάχικης καταγωγής). Μια άλλη ήταν στην αυλή του Όθωνα και όταν έγινε η έξωση του Άθωνα,  ακολούθησε στο εξωτερικό το βασιλικό ζεύγος. Για μια άλλη κόρη του λέγεται ότι παντρεύτηκε με τον Άγγλο πρόξενο που είχε την έδρα του στην Λευκάδα. (Απόγονοι όμως υποστηρίζουν ότι αυτή που παντρεύτηκε τον Άγγλο πρόξενο δεν ήταν η αδελφή του Θεόδωρου Γρίβα αλλά η κόρη του). Από αυτόν τον γάμο γεννήθηκε ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Όταν όλη η οικογένεια  έφυγε για την Αγγλία, εκεί λίγα χρόνια μετά πέθανε η κόρη του Δράκου. Ο Θεοδωράκης Γρίβας, ζήτησε από τον γιό του, τον Δημητράκη, να μεταβεί στην Αγγλία και με κάθε τρόπο να ζητήσει, να πείσει και να πάρει μαζί του τα παιδιά στην Ελλάδα. Η αποστολή είχε επιτυχία και ο Θεόδωρος Γρίβας έδωσε στα δύο παιδιά, το επίθετο Γρίβας.


ΠΗΓΕΣ:

  •  ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΓΡΙΒΑΣ, Βιογραφικόν Σχεδίασμα, Δ. Γρ. Καμπούρογλου
  • Ψηφιακό Αποθετήριο Ακαδημίας Αθηνών
  • Περιοδικό «ΕΣΤΙΑ», 4 Αυγούστου 1885, τεύχος 501, έτος Ι’.
  • ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ, τεύχος 46, 1956
  • ΑΜΦΙΚΤΙΟΝΙΑ ΑΚΑΡΝΑΝΩΝ
  • Σάθας Κωνσταντίνος Κ., Ελληνικά ανέκδοτα περισυναχθέντα και εκδιδόμενα κατ'έγκρισιν της Βουλής εθνική δαπάνη, τόμοι Α´+Β´, Αθήνησι 1867


Για την αναπαραγωγή της ανάρτησης είναι ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ η αναφορά της πηγής. Share

Ο τόπος των εκτελέσεων των 120

$
0
0


 
1. Φυλακές Αγίας Τριάδος
2. Τρίτο Δημοτικό Σχολείο
3. Εκκλησία Αγίας Τριάδος
4. Νεκροταφείο Αγίας τριάδος
5. Κτήμα αδελφών Σούλου (τόπος εκτέλεσης)


Για την αναπαραγωγή της ανάρτησης είναι ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ η αναφορά της πηγής. Share

Θεόδωρος Δράκου Γρίβας


Αλεξάκης Βλαχόπουλος

$
0
0
1787 (1780) - 1865





Ο Αλεξάκης Βλαχόπουλος γεννήθηκε στη Νικόπολη Πρέβεζας τo 1787 (κατ’ άλλους το 1780). Ήταν γόνος της οικογένειας  αρματολών Συκά ή Βλαχόπουλου, του Βλοχού και του Αγρινίου. Μικρότερα σε ηλικία αδέλφια του ήταν οι Κωνσταντίνος και ο Δημήτριος. Όλα τα αδέλφια σε νεαρή ηλικία εκπαιδεύτηκαν και πήραν την στρατιωτική τους μόρφωση στο πολεμικό σχολείο του Αλή Πασά στα Γιάννενα.  

Στη διάρκεια του μεγάλου διωγμού των αρματολών (1806-1808) κατέφυγε με τα αδέλφια του στα Επτάνησα και για ένα διάστημα υπηρέτησε στα επτανησιακά τμήματα του αγγλικού στρατού, ως αξιωματικός, παίρνοντας μέρος στη κατάληψη της Λευκάδας και στην συνέχεια στις εκστρατείες της Σικελίας και της Γένοβας, στους αγώνες εναντίον του Ναπολέοντα.

Μετά την διάλυση των εθελοντικών αγγλικών ταγμάτων οι Βλαχόπουλοι παρέτειναν την διαμονή τους στα Επτάνησα όπου και μυήθηκαν, το 1819,  στην Φιλική Εταιρεία και δραστηριοποιήθηκαν στην ανάπτυξη του δικτύου της Εταιρείας στην Πρέβεζα και στα Γιάννενα.

Κατά την άφιξή τους δε στην Πρέβεζα και σύμφωνα με το «Δοκίμιον της Φιλικής Εταιρείας», του Φιλήμονα, ο προδότης Διόγος κατήγγειλε στον Αλή Πασά τον λόγο της άφιξης του Αλεξάκη εκεί. Επίσης, έκανε και το εξής προδοτικό. Του παρέδωσε τις συμβολικές λέξεις και φράσεις των Φιλικών καθώς και τα συνθηματικά νοήματα. Η οργάνωση όμως ήδη παρακολουθούσε τον Διόγο και αντέδρασε ταχύτατα.... Μέσα σε ελάχιστο χρόνο ειδοποιήθηκαν όλοι οι μυημένοι στην Ήπειρο να είναι προσεκτικοί στις κινήσεις τους. Ο Αλή Πασάς κάλεσε τον Βλαχόπουλο στα Γάννενα και με έξυπνο τρόπο του φανέρωσε τα συνθηματικά της Εταιρείας για να ελέγξει τις αντιδράσεις του. Ο Αλεξάκης, έχοντας ήδη προειδοποιηθεί, παρέμεινε ψύχραιμος... Παρά την πολύωρη ανάκριση, δεν αποκάλυψε το παραμικρό.  Εκείνη την εποχή ο Αλή Πασάς είχε πέσει στη δυσμένεια της Υψηλής Πύλης και οι σύμβουλοι του θρόνου, Χαλέτ Εφέντης και Πασόμπεης, οι οποίοι μισούσαν τον ανυπότακτο πασά, διέψευσαν τον  Διόγο, φροντίζοντας να επηρεάσουν τον πασά και παρουσιάζοντας τα λεγόμενά του  ως μύθευμα για να αποσπάσει χρηματική αμοιβή.
Μετά από αυτό, φεύγοντας από τα Γιάννενα ο Αλεξάκης, βρέθηκε στην Οδησσό και από εκεί στην Κωνσταντινούπολη, σαν «Απόστολος»*της Φιλικής Εταιρείας, όπου για ένα διάστημα φυλακίστηκε.

Μετά την απελευθέρωσή του από την Κωνσταντινούπολη, ο Αλεξάκης Βλαχόπουλος βρέθηκε και πάλι στα Γιάννενα όπου κατάφερε να διορισθεί από τον Αλή Πασά καπετάνιος στο «Αναχαγιέν» του Βλοχού. Αναχωρώντας δε από τα Γιάννενα, ο ίδιος ο Αλή Πασάς, τον είχε εφοδιάσει με το απαραίτητο «μπουγιουρντί» του «Υψηλοτάτου» Βεζίρ Αλή Πασά :

«Είδησις προς όλους όθεν απεράση ο ιδικός μου Αλέξης Βλαχόπουλος όπου έρχεται δι’ εμέ να τον δεχτήτε και να τον περιποιηθήτε ως ιδικόν μου άνθρωπον…..».

Και επειδή ο Αναχαγιές του Βλοχού ανήκε στην δικαιοδοσία του γιού του Αλή, Μουχτάρ, ο διορισμός του Αλέξη Βλαχόπουλου ως καπετάνιου υπογράφτηκε κι από αυτόν, σε έγγραφο με ημερομηνία 26 Οκτωβρίου 1820,  του οποίου το αυθεντικό κείμενο έχει ως εξής:


Λίγο καιρό αργότερα από τον διορισμό του ως καπετάνιος στο «Αναχαγιέν» του Βλοχού, ο Αλή Πασάς και οι γιοί του έπεφταν στην δυσμένεια της Υψηλής Πύλης. Παρ’ όλα αυτά ο Αλεξάκης Βλαχόπουλος κατάφερε να ανανεωθεί ο διορισμός του ως καπετάνιου του Βλοχού από τον Βεζίρ Ρουχσίτ Αχμέτ Πασά, με έγγραφο που φέρει την ημερομηνία 5 Απριλίου 1821.


Εν τω μεταξύ η ώρα της έκρηξης της Επανάστασης πλησίαζε και ο Αλεξάκης Βλαχόπουλος με τους αδελφούς του ήταν ο κύριος μοχλός στην Στερεά Ελλάδα. Όταν οι προθέσεις τους έγιναν γνωστές στους Τούρκους ο Χουρσίτ, μέσω του γραμματέα του, Νικόλαου Λασπά, στέλνει επιστολή στον Αλεξάκη και του συνιστά να μην υποκινεί τους ραγιάδες σε επανάσταση. Το τελευταίο μέρος της επιστολής αυτής:


Η έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης τον βρήκε οπλαρχηγό και καπετάνιο στο αρματολίκι του Βλοχού. Την εποχή εκείνη μέλη της οικογένειάς του κρατούνταν όμηροι στην Πρέβεζα. Με δικό του στρατιωτικό σώμα, 500 αγωνιστών, πήρε μέρος σε πολλές μάχες όπως στου Πέτα, στο Ζαπάντι, στο Μεσολόγγι και στην απελευθέρωση του Βραχωρίου.

Στην απελευθέρωση του Βραχωρίου αναφέρεται ότι σε αυτόν παραδόθηκαν οι Οθωμανοί, αλλά και ότι ο Βλαχόπουλος δεν δέχτηκε την αναίμακτη παράδοσή τους. Έτσι το βράδυ της ημέρας εκείνης, κρυφά από τους υπόλοιπους οπλαρχηγούς, διέταξε τους άντρες του και επιτέθηκαν στους άοπλους παραδοθέντες Οθωμανούς και Εβραίους με τα γιαταγάνια, σφάζοντάς τους. Από όσους Οθωμανούς επέζησαν, κάποιοι ανταλλάχτηκαν με την οικογένεια του Βλαχόπουλου που κρατούνταν όμηροι στην Πρέβεζα. Οι υπόλοιποι ή κρατήθηκαν σκλάβοι των ντόπιων κατοίκων ή ανταλλάχτηκαν με άλλους Έλληνες αιχμαλώτους.

Ο Αλεξάκης Βλαχόπουλος χρημάτισε πληρεξούσιος των επαρχιών Βλοχού και Βραχωρίου στη Συνέλευση της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος το Νοέμβριο του 1821, εντεταλμένος από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τον οποίο ακολούθησε στην πολιτική του δράση σε όλη τη διάρκεια του αγώνος. Επίσης χρημάτισε και γερουσιαστής του Οργανισμού Δυτικής Χέρσου Ελλάδος.

Υπήρξε μέλος της δικαστικής επιτροπής στη δίκη του Γεωργίου Καραϊσκάκη το 1824.

Το 1825 με τον Κοντογιάννη και τον Γιάννη Ράγκο μπήκε στο πολιορκημένο Μεσολόγγι και μετά την έξοδο (Απρίλιος 1826) διορίστηκε Γενικός Επιθεωρητής Στρατού στη Στερεά Ελλάδα.

Το 1827 διορίστηκε γενικός επιθεωρητής Στρατού Στερεάς Ελλάδος.

Μετά την απελευθέρωση, το 1828, επί Καποδίστρια, έγινε υπουργός των Στρατιωτικών και επί Όθωνος υπουργός Ναυτικών.

 Έλαβε μέρος στην επανάσταση της Θεσσαλίας το 1854.

Το 1864 έγινε υπασπιστής του βασιλιά Γεωργίου Α’.

Ο Αλεξάκης Βλαχόπουλος με την σύζυγό του Αναστασία είχαν τουλάχιστον τρία παιδιά. Ένα αγόρι (κατά μία πληροφορία ονομαζόταν Παρνασσός) και δύο κόρες, την Κασσάνδρα και την Ευφροσύνη. Η πρώτη παντρεύτηκε τον Νικόλαο Μιαούλη, εγγονό του Ανδρέα, ενώ η Ευφροσύνη, τον Κεφαλλονίτη Παναγή Βαλσαμάκη.

Ο Αλεξάκης Βλαχόπουλος πέθανε στην Αθήνα, το 1865.

 Όπως μας πληροφορεί ο Σπύρος Σκλαβενίτης, Δρ. Ιστορίας, αρχειονόμος και προϊστάμενος ΓΑΚ Πρέβεζας, το 1883  οι δύο κόρες του Βλαχόπουλου δώρισαν αντικείμενα του πατέρα τους στο Μουσείο της Σχολής Ευελπίδων. 

Τα αντικείμενα αυτά ήταν α) το όπλο του Βλαχόπουλου, β) ένα επάργυρο ρόπαλο, που ανήκε άλλοτε στον Αλή Πασά και γ) μια τουρκική σημαία, λάφυρο από την κατάληψη του Αγρινίου. Αυτά τα αντικείμενα δυστυχώς δεν σώζονται πλέον στο Μουσείο. Προφανώς χάθηκαν κατά τα Δεκεμβριανά, καθώς τότε το Μουσείο της Σχολή Ευελπίδων υπέστη εκτεταμένες καταστροφές.


Πορτραίτο του Αλεξάκη Βλαχόπουλου.


Το πορτραίτο ανήκει στην ιδιωτική συλλογή του κ. Παύλου Προσαλέντη.


Δημιουργός του πίνακα είναι ο βαυαρός Peter von Hess.
Όπως μας ενημερώνει ο Σπύρος Σκλαβενίτης, Δρ. Ιστορίας, αρχειονόμος και προϊστάμενος ΓΑΚ Πρέβεζας, στον πίνακα ο Βλαχόπουλος φέρει στολή η οποία παραπέμπει είτε στην προγενέστερη στρατιωτική του καριέρα είτε στη συμμετοχή του στη Διοίκηση του Ελληνικού Κράτους. Στη στολή διακρίνονται και τα παράσημα του Ανώτερου Ταξιάρχη του Σωτήρος και το αργυρό Αριστείο του Αγώνα. Επιπλέον, ο αγωνιστής απεικονίζεται σε νεαρότερη ηλικία σε σύγκριση με πορτραίτο του που εκτίθεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο (κτίριο Παλαιάς Βουλής) το οποίο είναι ευρύτερα γνωστό καθώς έχει χρησιμοποιηθεί σε διάφορες εκδόσεις και κυκλοφορεί στο διαδίκτυο (αυτό που έχει αναρτηθεί στην αρχή της ανάρτησης). Συμπτωματικά, το γνωστό αυτό πορτραίτο, αν και φέρεται ως ανυπόγραφο, είναι έργο Προσαλέντη (του Σπυρίδωνος, πατέρα του Αιμίλιου) και αρχικά είχε τοποθετηθεί στο Υπουργείο Στρατιωτικών το 1883. Εφόσον ο Βλαχόπουλος είχε αποβιώσει ήδη από το 1865, πρέπει να υποθέσουμε ότι ο καλλιτέχνης ζωγράφισε τον πίνακα έχοντας ενώπιόν του κάποια φωτογραφία του αγωνιστή. Ενδεικτικά αναφέρουμε την ύπαρξη φωτογραφίας του με φουστανέλα ως υπασπιστή του βασιλέως Γεωργίου του Α΄. Με αντίστοιχη ενδυμασία απεικονίζεται στο πορτραίτο του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου (διακρίνεται μόνο το χρυσοποίκιλτο γιλέκο του).

 


 

ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

 1.

 Όταν ο Μακρής λήστεψε την τούρκικη χρηματαποστολή στην Σκάλα Μαυρομμάτη, ο μουσελίμης και δερβάναγας του Κάρλελι Αλβανός Νούρκας Σέρβανης έστειλε επιστολή στον Αλεξάκη Βλαχόπουλο παριστάνοντας ότι δεν γνωρίζει τις διαθέσεις του και τις ενέργειές του για υποκίνηση της Επανάστασης:

ΒΡΑΧΩΡΙ, 11 ΜΑΪΟΥ 1821



2.

Επιστολή του Αλεξάκη Βλαχόπουλου σχετικά με την έναρξη της Επανάστασης στην Στερεά Ελλάδα και την επίθεση και άλωση του Βραχωρίου.



Η επιστολή αυτή του Βλαχόπουλου εκτός από τις  πληροφορίες για τις πρώτες επαναστατικές ενέργειες στην Δυτική Ελλάδα, κάνει αναφορά και στον ρόλο του Γ. Βαρνακιώτη για την τακτική που ακολούθησε απέναντι στην Επανάσταση. Πολλοί ιστορικοί της Επανάστασης  καταγγέλουν τον Βαρνακιώτη για την στάση του αυτή. Υπάρχουν όμως και ιστορικοί που έχουν αντίθετη άποψη.  

 

 3.

Επιστολή Γεωργάκη Βαρνακιώτη προς Αλεξάκη Βλαχόπουλο

25 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1821



 4.

Επιστολή Γεωργίου Βαρνακιώτη προς Αλεξάκη Βλαχόπουλο

ΜΑΧΑΛΑΣ, 25 ΜΑΪΟΥ 1821



5.

Επιστολή Δημητρίου Υψηλάντη προς Αλεξάκη Βλαχόπουλο

ΤΡΙΚΟΡΦΑ, 27 ΙΟΥΛΙΟΥ 1821


6.

Επιστολή Αλεξάκη Βλαχόπουλου προς Γεώργιο Νικολού (Βαρνακιώτη)


 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

*Η Εταιρεία είχε αρχικά τέσσερις βαθμίδες μύησης: α) οι αδελφοποιητοί ή βλάμηδες, β) οι συστημένοι, γ) οι ιερείς και δ) οι ποιμένες. Αργότερα οι βαθμίδες συμπληρώθηκαν από ε) οι αφιερωμένοι και στ) οι αρχηγοί των αφιερωμένων, οι οποίοι δίνονταν αποκλειστικά σε στρατιωτικούς ζ)τους απόστολους και η) το Γενικό Επίτροπο της Αρχής, τίτλος που δόθηκε στην Αλεξ. Υψηλάντη, όταν δέχτηκε την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας (1820).

 

ΠΗΓΕΣ:

- Εφημερίδα «ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΑΓΡΙΝΙΟΥ», 1930.
Το 1930 ο Αιτωλοακαρνάνας νομικός και συγγραφέας Μιλτιάδης Μάλαινος (με το ψευδώνυμο Βλάσης Ρούμελης) δημοσίευσε σειρά άρθρων στην εφημερίδα «Το Φως του Αγρινίου» με τίτλο «Το Αγρίνιον και οι καπεταναίοι του», παραθέτοντας πληθώρα αδημοσίευτων εγγράφων για τον Αλεξάκη Βλαχόπουλο.

 https://www.prevezanews.gr

Έκδοση Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων (1984), «Ο Γεώργιος Τερτσέτης και τα Ευρισκόμενα Έργα του»

-Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως παρά Ιωάννου Φιλήμονος, 1859

-Γ.Α.Κ.

-Ψηφιακό Αποθετήριο Ακαδημίας Αθηνών

 -Σάθας Κωνσταντίνος Κ., Ελληνικά ανέκδοτα περισυναχθέντα και εκδιδόμενα κατ'έγκρισιν της Βουλής εθνική δαπάνη, τόμοι Α´+Β´, Αθήνησι 1867

-Ιστορία του Αγρινίου, Γερ. Ηρ. Παπατρέχας

-Ανέκδοτοι Αυτόγραφοι Επιστολαί Των Επισημοτέρων Ελλήνων Οπλαρχηγών, Ν.Φυσεντζίδου, 1893



Για την αναπαραγωγή της ανάρτησης είναι ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ η αναφορά της πηγής.

Μακρής Δημήτριος

$
0
0




Απόσπασμα για τον Δημήτριο Μακρή από το βιβλίο του Αγαπητού Σ. Αγαπητού "ΟΙ ΕΝΔΟΞΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ 1821
 ή 
ΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΑΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ", 
έκδοσης 1877

ΜΑΚΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ by Georgia Pandazi




Για την αναπαραγωγή της ανάρτησης είναι ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ η αναφορά της πηγής. Share

Μακρής Δημήτριος

$
0
0

1772 - 27 Αυγούστου 1841


Ο Δημήτριος Μακρής – το κανονικό του όνομα ήταν Δημήτριος Πραγγέλης -  γεννήθηκε το 1772 στη Γαβαλού. Πατέρας του ήταν ο εύπορος κτηματίας της περιοχής Ευάγγελος Πραγγέλης που είχε πάρει μέρος στην Ελληνική εξέγερση το 1770 και απεβίωσε περί το 1790.

Λόγω του ύψους του παίρνει το προσωνύμιο Μακρύς, αργότερα Μακρής.

Στα 15 του χρόνια σκοτώνει έναν Τούρκο Αγά που προσπαθεί να ληστέψει το οικογενειακό κτήμα, βρίζοντας τη θρησκεία του. Έτσι, καταφεύγει στην παρανομία και στον κλέφτικο βίο. Εντάσσεται στο Σώμα (Νταϊφά) του οπλαρχηγού του Ζυγού, Γιώργου Σφαλτού και σύντομα  εξελίσσεται σε πρωτοπαλίκαρό του.

Το 1790, με εντολή του Αλή Πασά, ο Σφαλτός δολοφονείται. Διάδοχός του εκλέγεται ο Μακρής. Λόγω όμως, της ανυποταξίας του στον Αλή, εκείνος προσπαθεί αρχικά να τον εξαγοράσει, προσφέροντάς του το αρματολίκι του Ζυγού. Η προσφορά θα παραμείνει αναπάντητη, ύστερα όμως από τις συγκρούσεις των πρωτοκαπετάνιων Βασίλη Δίπλα, Κατσαντώνη και Μακρή με τους Τούρκους, ο Αλή Πασάς δίνει εντολή σε δύο Τουρκαλβανούς να του φέρουν "τα κεφάλια τους".

Μετά τη δολοφονία του Δίπλα (1807) και τον οικτρό θάνατο των δύο αδελφών Κατσαντώνη, από τα βασανιστήρια στα  Γιάννενα (1809), έρχεται η ώρα του Μακρή: Όμως, η ενέδρα που τού στήνεται νύχτα αποτυγχάνει και ο Καπετάνιος τραυματίζεται μόνο στο χέρι.

Το 1818 ή ᾽19, ο Ηγούμενος Δανιήλ από τα Κράβαρα, κάλεσε τον Μακρή στη Μονή Κατερινούς όπου βρισκόταν ο Ι. Παπαρηγόπουλος, γραμματέας του Ρωσικού Προξενείου των Πατρών και κορυφαίος Φιλικός. Ο Καπετάνιος ανταποκρίθηκε και κατέβηκε στο μοναστήρι με τα πρωτοπαλίκαρά του, δώσανε τον όρκο των Φιλικών και ο Νταϊφάς των Κλεφτών του Ζυγού πήρε τη θέση του στις Εθνικές δυνάμεις που προετοίμασαν και κήρυξαν την Επανάσταση του 1821.

Το καλοκαίρι του 1820, ακολουθώντας οδηγία της Ανωτάτης Αρχής και με τη συναίνεση του Επισκόπου Ρωγών Ιωσήφ, αναλαμβάνει το αρματολίκι του Άνω και Κάτω Ζυγού. Είναι τότε που θα χαρακτηριστεί ως «Ζυγού πετρίτης», δηλαδή «λιοντάρι του Ζυγού».

Την Κυριακή της Αποκριάς του 1921, συναντιούνται στην Αγία Μαύρα (Λευκάδα) οι  Πανουριάς, Ανδρούτσος, Βαρνακιώτης, Στουρνάρας, Κοντογιάννης, Καραϊσκάκης, Τσόγκας, Κατσικογιάννης, Κίτσος και ο Μακρής. Εκεί στο σπίτι του Λευκαδίτη Φιλικού Ιωάννη Ζαμπέλιου, αποφάσισαν να κηρύξουν την Επανάσταση την 25η Μαρτίου, ανήμερα του Ευαγγελισμού.  

Γι’ αυτό το εγχείρημα όμως ο Μακρής χρειαζόταν όσους περισσότερους άνδρες μπορούσε να έχει, άρα έπρεπε να τους στρατολογήσει και να τους εξοπλίσει, δηλαδή χρειαζόταν χρήματα. Τη λύση του έδωσε ο Παλαμάς όταν, σε μυστική συνάντησή τους στις 4 Μαρτίου, τον πληροφόρησε ότι την άλλη μέρα οι Τούρκοι θα μετέφεραν το χαράτσι από το Μεσολόγγι στη Ναύπακτο με μουλάρια. Ο Μακρής με 28 πρωτοπαλίκαρα το άλλο πρωΐ 5 Μαρτίου, στη σκάλα του Μαυροματιού στα ριζά της Βαράσοβας, ξεκλήρισαν τη φρουρά και άρπαξαν το θησαυρό. Ο θησαυρός μοιράστηκε και τα πρωτοπαλίκαρα, φορτωμένα γρόσια, σκόρπισαν στα μέρη τους να στρατολογήσουν άτομα  με εντολή να συγκεντρωθούν στον Κάτω Ζυγό.

 Έτσι ξεκίνησε η Επανάσταση στη Δυτική Ρούμελη.

Σταδιακά, η δύναμή του Μακρή αυξάνεται στους 700 άνδρες και στις 20 Μαΐου εισέρχεται στο Μεσολόγγι, όπου υψώνει τη σημαία της Επανάστασης. Στη συνέχεια κατευθύνεται στο Αντελικό (Αιτωλικό) που απελευθερώνεται αμέσως.  Ακολουθεί το Βραχώρι (Αγρίνιο), στρατιωτικό και διοικητικό κέντρο των Τούρκων. Η πολιορκία του Βραχωριού πρώτα και του Ζαπαντιού στη συνέχεια διήρκεσε δύο μήνες και με την επιστροφή του Καπετάνιου στο Μεσολόγγι υπογράφεται η παρακάτω ομολογία:

 «Διά του παρόντος συμφωνητικού γράμματος γίνεται δήλον ότι όλοι ημείς οι ευρισκόμενοι εις τον επάνω Ζυγόν και κάτω και Μεσολογγίται και Αιτωλικιώται, συμφώνως όλοι απεφασίσαμεν και εβάλομεν καπιτάνον εις το βιλαέτι μας τον καπετάν Δημήτρην Μακρήν, να έχει μαζί του εκατόν νεφέρια και να ευρίσκεται πρόθυμος εις κάθε φύλαξιν του βιλαετιού μας».

Μεσολόγγι 1821 Ιουλίου 28.

 Το καλοκαίρι του 1821, ανάμεσα στα οχυρωματικά έργα που κατασκευάζονται στο Μεσολόγγι, ο Μακρής, με δική του δαπάνη, χτίζει τον προμαχώνα του, γνωστό μέχρι σήμερα ως «ντάπια του Μακρή».

Η Α’ Πολιορκία του Μεσολογγίου αρχίζει στις 25 Οκτωβρίου, με ικανές τουρκικές δυνάμεις υπό τους Ομέρ Βρυώνη και Κιουταχή. Οι επιθέσεις τους αποκρούονται και τότε αποφασίζουν να πραγματοποιήσουν γενική έφοδο (γιουρούσι) στις 24 προς 25 Δεκεμβρίου, τα χαράματα που οι ντάπιες θα είχαν λιγοστούς άνδρες. Κατά καλή τύχη ένας Ηπειρώτης, ο Ιωάννης Γούναρης, που βρίσκονταν στο στρατόπεδο των Τούρκων «εξ ανάγκης υπηρετών »όπως αναφέρει ο Νικόλαος Σπηλιάδης, (Φιλικός, αγωνιστής του 1821 και συγγραφέας),  «...διότι δεν ηδύνατο εκ των ιδίων περιστάσεων να τους πολεμήσει», ειδοποίησε τον γραμματικό του Μακρή για το σχέδιο των Τούρκων και η  άμυνα της πόλης προετοιμάζεται κατάλληλα. Η κύρια επίθεση εκδηλώνεται στη ντάπια του Μακρή και θα καταλήξει σε πανωλεθρία. Οι Τούρκοι λύνουν την πολιορκία, αφήνοντας πίσω τους 500 νεκρούς.

Το 1823 ο Μακρής ονομάζεται στρατηγός από την τότε προσωρινή κυβέρνηση. Ακολουθεί ο εμφύλιος σπαραγμός μεταξύ των Ελλήνων, από τον οποίο απέχει τελείως.

Το 1825-26, επικεφαλής πολυάριθµου στρατού, πήρε µέρος στην άµυνα του πολιορκηµένου Μεσολογγίου. Το Δεκέμβριο του 1825, βγήκε νύχτα από το Μεσολόγγι, ακολουθούμενος από το Σουλιώτη Χ. Φωτομάρα και τον Ξηρομερίτη Κ. Βέρη πήγε στο εθνικό στρατόπεδο της Δερβέκιστας. Εκεί συνάντησε τους Κ. Μπότσαρη, Τσόγκα και Ράγκο που είχαν συγκεντρώσει 5.000 ασκέρι.

Ο Μακρής κατάφερε να αποσπάσει, μόνον, κατ’ άλλους 300 κατ’ άλλους 600 άνδρες και επέστρεψε αμέσως στην πόλη του, όπου αποβιβαζόταν ο Ιμπραήμ με 15.000 στρατό σε βοήθεια του Κιουταχή, με εντολή του Σουλτάνου.

10 Απριλίου του 1826 και το μεσημέρι της μέρας καλείται το σώμα των Καπετάνιων και Οπλαρχηγών της Φρουράς στη Ντάπια του Μακρή, όπου αποφασίσθηκαν και οι τελευταίες λεπτομέρειες για το Μεγάλο Γιουρούσι της ίδιας νύχτας. Ο Νότης Μπότσαρης επικεφαλής της Φρουράς των έξι ανατολικών Προμαχώνων του Φρουρίου, με οπισθοφυλακή τη Φρουρά της Κλείσοβας υπό το Χατζηπέτρο, θα έβγαινε από το ανατολικότερο σημείο της Εξόδου, για να επιτεθεί στο Καστέλι της Κλείσοβας αλλά και να ασφαλίσει τους Εξοδίτες από τυχόν ενισχύσεις του εχθρού που θα έφταναν από τα Μποχωρογάλατα.

Δυτικότερα αυτών θα έβγαινε η Φάλαγγα με τα γυναικόπαιδα, συνοδευόμενη από τους οικείους τους που έφεραν όπλα, και ακόμη πιο δυτικά, από την Ντάπια του Μακρή, θα έβγαινε ο Καπετάνιος επικεφαλής της Φρουράς των υπόλοιπων δεκαεπτά Προμαχώνων και θα επετίθετο στα εχθρικά στρατόπεδα, ασφαλίζοντας από δυτικά την Κολώνα των Αμάχων. Τέλος, ο Κίτσος Τζαβέλας με τριακόσιους διαλεχτούς από όλους τους Προμαχώνες θα αποτελούσε την οπισθοφυλακή των Φαλάγγων του Μακρή και των Φαμελιτών.

Ο Καπετάνιος, πεζός με το γιαταγάνι στο χέρι πλαισιωμένος από τους σημαιοφόρους, το δικό του και του Νότη Μπότσαρη, οδήγησε το κύριο σώμα της Φρουράς με την ταχύτητα και την ορμητικότητα των Κλεφτών του Ζυγού, διέσχισε με επιτυχία τα εχθρικά στίφη και συγκάλεσε προσκλητήριο στην κορυφή του Ζυγού. Δίπλα του σ´ αυτή την πορεία, ντυμένη με αντρική φορεσιά και κρατώντας και αυτή γιαταγάνι, βάδισε η νεαρή και νιόπαντρη Καπετάνισσα Ευπραξία, η οποία από τότε και μέχρι το θάνατό της, όποτε αναφερόταν στον άντρα της, τον αποκαλούσε «ο Ήρωάς μου».

 Όταν ο Καραϊσκάκης αναδείχτηκε αρχιστράτηγος της Στερεάς, ο Μακρής τον ακολούθησε µε το σώµα του και µετά το θάνατό του, όταν σχεδόν όλοι οι καπεταναίοι είχαν προσκυνήσει, εκείνος αποσύρθηκε στο αρµατολίκι του.

Μετά την Απελευθέρωση, ο Μακρής εγκαθίσταται στο Μεσολόγγι και ασχολείται μόνο με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Και όταν, μέσα από τον ισχνό κατάλογο των "απροσκύνητων"οπλαρχηγών (Μακρής, Πανουργιάς, Ραζηκότσικας, Νικηταράς, Γριβαίοι), ο Όθωνας τον επιλέγει ως υπασπιστή του, η απάντησή του θα μείνει παροιμιώδης: «Ευχαριστώ, αλλά δεν έχω μάθει να τσακάω τη μέση μου!».

Γύψινο πρόπλασμα της προτομής του 
Δ. Μακρή, στον Κήπο των Ηρώων
στο Μεσολόγγι.
Έργο του Λάζαρου Σώχου


 Ο Ιωάννης Φιλήμων περιγράφει τον Δ. Μακρή:

«Μόνον φίλον αυτού είχε το όπλον και την ελευθερίαν και μόνον πατρώον οίκον τα όρη. Αρχαϊκώτατος, απλοηθέστατος και απονήρευτος, καθαρόν αείποτε τον ελληνισμόν αυτού διέσωζε, σκεπτικός δε και ολιγόλογος, έφερε πάντοτε αμετάβλητον την αθώαν καρδίαν και ακατάβλητον την σπανίαν ανδρείαν δι’ών παρά της φύσεως ήτο πεπροικισμένος».

Ο ιστορικός Σπυρίδων Τρικούπης έγραψε για αυτόν ότι ήταν ο μόνος οπλαρχηγός της Δυτικής Ελλάδας «…όστις δεν φίλησε ποτέ τουρκικήν ποδιάν».

Το 1826 ο Μακρής παντρεύτηκε την Ευπραξία Στάμου Ραζή. Ο γάμος έγινε ανήμερα Άη Γιαννιού στη πολιορκημένη πόλη, ολοκληρώνοντας το συνοικέσιο που έγινε ένα χρόνο νωρίτερα, όπως προκύπτει από το σχετικό προικοσύμφωνο που συνέταξε τον Φεβρουάριο του 1825 ο σύγαμβρος του Μακρή Αθανάσιος Παπαλουκάς σε θαυμάσια για την εποχή γλώσσα, φραστικό δείγμα της Παλαμαίας Σχολής. Το μυστήριο ευλόγησε ο Ιωσήφ Ρωγών. ενώ κουμπάρος παραστάθηκε ο Μήτρος Δεληγιώργης.

 Από αυτόν τον γάμο και γεννήθηκαν τέσσερα παιδιά, ο Νικόλας, ο Στάμος, ο Γιώργης και η Βασιλική.

Στις 27 Αυγούστου του 1841 πεθαίνει στο Μεσολόγγι. Λίγο πριν κλείσουν για πάντα τα μάτια του, λέγεται, ότι κάλεσε την γερόντισσα γυναίκα του να του τραγουδήσει το αναστάσιμο, κλέφτικο μοιρολόι λέγοντάς της: «Χλιμένη γριά, έρχεται ο τάταρης να πάρει την ψυχή μου. Μοιρολόγα γριά τον ήρωά σου».

 

 «Να ‘μουν πουλί να πέταγα, να πήγαινα τ’ αψήλου,

ν’ αγνάντευα τη Ρούμελη, το έρμο Μεσολόγγι

πώς πολεμά με την Τουρκιά με τέσσερις πασάδες.

Πέφτουν κανόνια στη στεριά και μπόμπες του πελάγου

πέφτουν τα λιανοντούφεκα σαν άμμος, σα χαλάζι.

Και ο Μακρής τους φώναζε και ο Μακρής φωνάζει:

Παιδιά βαστάτε τ’ άρματα και τα βαριά ντουφέκια….».  

 

Η εφημερίδα «ΑΙΩΝ» αναφέρει στο φύλλο της της 10ης Σεπτεμβρίου του 1841:


Η ίδια εφημερίδα στο φύλλο της της 5ης Οκτωβρίου αναφέρει:

       « ...και αποθανών άφησε οικογένειαν πολυάριθμον και ανήλικον άνευ ουδενός πόρου. Ας μην υποφέρωμεν λοιπόν ποτέ να είδωμεν τα τέκνα εκείνου του ανδρός, όστις δεν εφείσθη ουδέ χρημάτων, ουδέ ζωής, ουδ’άλλου τινός δια τα ιδικά μας, να πεινώσει και μη παιδευόμενα... 

... Όθεν, ας παρακαλέσωμεν όλοι ομού την κυβέρνησιν να ρίψη έν βλέμμα εκτενές και ίλεον εις αυτήν την πολυμελή οικογένειαν και ανήλικον, και να μην την εγκαταλείψη εις την δυστυχίαν...»

 Η Ευπραξία Μακρή πέθανε τον Ιανουάριο του 1872 στο Μεσολόγγι.

Η εφημερίδα «Αλήθεια», στο φύλλο της της 28ης Ιανουαρίου του 1872 αναφέρει:


Ο Πρόεδρος της «Διεθνούς Αδελφότητας Απογόνων των Ελεύθερων Πολιορκημένων», κ. Ιωάννης Δ. Μακρής σε ομιλία του τον Απρίλιο του 2014 μας δίνει περισσότερες πληροφορίες για τον βίο του Δημήτρη Μακρή. (http://adelfotita-messolonghi.gr/library/speech/78.html)

 Στο μουσείο του Δημαρχείου του Μεσολογγίου βρίσκονται πολλά από τα όπλα του Δημητρίου Μακρή.

Το μακρύκανο "ΜΑΥΡΟ"καριοφίλι του Στρατηγού επίσης έπειτα από παραχώρηση για φύλαξη και έκθεση στον ίδιο χώρο των αδελφών (Γεώργιου-Δημήτριου) Μακρή, τρισέγγονα του Στρατηγού και άλλα πολλά προσωπικά του αντικείμενα.

Το ξίφος (ΠΑΛΑ) του που φόραγε στην έξοδο του Μεσολογγίου είναι πατροπαράδοτο της οικογένειάς του και χρονολογείται από τον παλιό αρματολό καπετάν Τσούστο που πέθανε το 1732.

Το δε τουφέκι του, ο ξακουστός Λιάρος, το ασημένιο καριοφίλι μνημονεύει ο ποιητής της επανάστασης Τριαντάφυλλος Σποντής με τα εξής λόγια:

 

Τούρκικα έστρωνες κουφάρια

εις τον πύρινόν σου δρόμον

εις τους χρόνους της σκλαβιάς μας

το τουφέκι σου ο Λιάρος

έσπειρε παντού τον τρόμον.

 

Ο ίδιος ποιητής σε επίγραμμά του αναφέρει:

 

Εξακουστέ Δημήτριε Μακρή, Ζυγού πετρίτη,

Εις πάσαν μάχην ο εχθρός σε τρέμει και σε φρίττει.

Μεσολογγιού προπύργιον των προμαχών στύλος

Είσαι ο πρώτος Αιτωλών και του πολέμου φίλος.

 


 

ΠΗΓΕΣ: 

  • ΙΩΑΝΝΟΥ ΦΙΛΗΜΩΝΟΣ, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως.
  • ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ, Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης.
  • Ν.ΦΥΣΕΝΤΖΙΔΟΥ, Ανέκδοτοι Αυτόγραφοι Επιστολαί των επισημοτέρων Ελλήνων οπλαρχηγών, 1893
  • ΚΩΣΤΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Τελευταίες ώρες, τελευταία λόγια των αγωνιστών του ΄21
  • http://adelfotita-messolonghi.gr


Για την αναπαραγωγή της ανάρτησης είναι ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ η αναφορά της πηγής. Share

Γεώργιος Νικολού Βαρνακιώτης

$
0
0
Ο Γεώργιος Νικολού Βαρνακιώτης μέσα από το βιβλίο του
Κάρπου Παππαδόπουλου 
"Τα Κατά Γ. Βαρνακιώτην
και
Ανάκτησις του Μεσολογγίου"
Έκδοση 1861



Τα Κατά Γ. Βαρνακιώτην Και ... by Georgia Pandazi

Για την αναπαραγωγή της ανάρτησης είναι ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ η αναφορά της πηγής. Share

Γεώργιος Νικολού Βαρνακιώτης

Γεώργιος Νικολού Βαρνακιώτης

$
0
0
Ο Γεώργιος Νικολού Βαρνακιώτης
από το βιβλίο του Αγαπητού Σ. Αγαπητού
"Οι Ένδοξοι Έλληνες του 1821
ή 
Οι Πρωταγωνισταί της Ελλάδος"

 
Για την αναπαραγωγή της ανάρτησης είναι ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ η αναφορά της πηγής. Share

Γεώργιος Νικολού Βαρνακιώτης

$
0
0
Ο Γεώργιος Νικολού Βαρνακιώτης
από το βιβλίο του Δ. Φωτιάδη
"Καραισκάκης"




Για την αναπαραγωγή της ανάρτησης είναι ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ η αναφορά της πηγής. Share

Γεώργιος Νικολού Βαρνακιώτης

$
0
0


Γεώργιος Νικολού Βαρνακιώτης… 

...ο οπλαρχηγός που έχει δεχθεί τόσες κατηγορίες όσες κανένας άλλος οπλαρχηγός του 1821. Ιστορικοί, ποιητές, συγγραφείς και λόγιοι έχουν  «καρφώσει» την ταμπέλα «προδότης» δίπλα στο όνομά του.

Ο Γεώργιος Νικολού Βαρνακιώτης γεννήθηκε στο Βάρνακα Ξηρομέρου, το 1780. Το επώνυμό του ήταν αρχικά Νικολού, από το πατρώνυμο. Υπέγραφε ως Γεωργάκης Νικολού. Αργότερα υιοθέτησε το επώνυμο Βαρνακιώτης από το χωριό καταγωγής του.  Ήταν γιός του Νικόλα και εγγονός του Γιάννου Βαρνακιώτη. Ο παππούς του, το 1769, ακολουθώντας τους Ρώσους πολέμησε στην Κριμαία, στα Ορλωφικά, όπου και σκοτώθηκε. Ο πατέρας του, ο Νικόλας,  ανέλαβε το αρματολίκι του κάτω Ξηρομέρου και παντρεύτηκε  την κόρη του Χρήστου Γρίβα, παππού του Θεοδωράκη Γρίβα.

Το 1800, σε ηλικία 20  ετών, διαδέχτηκε τον πατέρα του στο αρματολίκι του Ξηρομέρου.

Τον Ιανουάριο του 1821 έλαβε μέρος στη σύσκεψη των Φιλικών οπλαρχηγών στη Λευκάδα, που έγινε με υπόδειξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη και στην οποία συμμετείχαν κι άλλοι Φιλικοί οπλαρχηγοί της Στερεάς Ελλάδος.  Στη σύσκεψη αυτή αποφασίστηκε να ανατεθεί η εξέγερση της ανατολικής Ρούμελης στον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον Πανουργιά και της δυτικής Ρούμελης στο Βαρνακιώτη και στον Τσόγκα. Έτσι στις 25 Μαΐου 1821, ο Βαρνακιώτης,  από το Ξηρόμερο, απηύθυνε Επαναστατική Προκήρυξη, με την οποία καλούσε κυρίως τους προεστούς, αλλά και όλους τους κατοίκους του Ξηρομέρου να αγωνιστούν για την ελευθερία.


Παρ’ όλα αυτά, η επανάσταση στην περιοχή της Ακαρνανίας και της Αιτωλίας δεν άρχισε παρά μόνο τον Μάιο, δύο μήνες δηλαδή μετά την κήρυξή της στην Πελοπόννησο και την Ανατολική Στερεά. Οι λόγοι της καθυστέρησης αυτής οφείλονται, βέβαια, και στο γεγονός ότι στην περιοχή υπήρχαν ισχυρές τουρκικές δυνάμεις, αλλά ο κυριότερος λόγος ήταν, κατά τον ιστορικό του Αγώνα Ιωάννη Φιλήμονα, η αναποφασιστικότητα του Βαρνακιώτη, που δεν ήταν άσχετη και με την φιλία του με τον Ομέρ Βρυώνη. Κατά τον Φιλήμονα επίσης, ο Βαρνακιώτης  "..αναποφάσιστος εδείκνυτο ως προς τον πόλεμον και μάλλον την αποτυχίαν αυτού εθεώρει αναπόφευκτον ως εκ των μικρών δυνάμεων της Ελλάδος"

Λίγες ημέρες μετά το ξέσπασμα της επανάστασης στην περιοχή, ο Βαρνακιώτης με αξιόλογη δύναμη Ξηρομεριτών πήρε μέρος στην πολιορκία της σημαντικότερης πόλης της περιοχής, του Βραχωριού , την οποία με άλλους οπλαρχηγούς κατέλαβε και απελευθέρωσε. Το Βραχώρι ήταν η πρώτη πόλη που απελευθερώθηκε σ΄ ολόκληρη την Ελλάδα. Από τα λάφυρα που έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων ενισχύθηκε ο Απελευθερωτικός αγώνας.

Η άφιξη του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου στη δυτική Στερεά Ελλάδα (Ιούλιος 1821) υπήρξε αποφασιστική για την πορεία του Βαρνακιώτη. Ο Φαναριώτης πολιτικός επιδίωξε και κατόρθωσε να προσεταιριστεί τους προκρίτους του Μεσολογγίου και τους αγωνιστές Ανδρέα Ίσκο, Δημήτριο Μακρή κ.ά., όχι όμως και το Βαρνακιώτη, που ήταν ο σημαντικότερος ίσως από τους οπλαρχηγούς της Δυτικής Στερεάς. Και ενώ ο Βαρνακιώτης είχε σπεύσει στην περιοχή της Άρτας, με τους οπλαρχηγούς Ίσκο, Μακρή, Τσόγκα, για να ενισχύσει τον αγώνα των Σουλιωτών στα μέσα Νοεμβρίου, ο Μαυροκορδάτος τον αγνόησε στη συνέλευση της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος που συγκλήθηκε στο Μεσολόγγι στις 4 Νοεμβρίου, αν και είχαν κληθεί ο Μακρής και άλλοι οπλαρχηγοί. Αν και η ρήξη μεταξύ Μαυροκορδάτου και Βαρνακιώτη φάνηκε τότε οριστική, ο τελευταίος εξακολούθησε να μετέχει στον Αγώνα χωρίς διακοπή, και τον Ιούνιο του 1822 πολέμησε στο Κομπότι της 'Αρτας και στο Πέτα, πλάι στο Μάρκο Μπότσαρη, το Δήμο Τσέλιο και τον Ανδρέα 'Ισκο.

Μετά την καταστροφή στο Πέτα η απειλή για τη δυτική Ελλάδα ήταν σοβαρή. Στις αρχές Αυγούστου 1822 ο Βαρνακιώτης με τις δυνάμεις του παρατάχθηκαν στη ράχη του Προφήτη Ηλία, απέναντι ακριβώς από τον Αετό του Ξηρομέρου, από όπου θα περνούσαν τα τουρκικά στρατεύματα του Κιουταχή στην πορεία τους προς τη νότια Ελλάδα. 
Η μάχη ανάμεσά τους έληξε με νίκη του Βαρνακιώτη (10 Αυγούστου), που ανάγκασε τους Τούρκους να συμπτυχθούν. Η επιτυχία του αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει την αφετηρία μιας νέας συνεργασίας των δυνάμεων της Δυτικής Ελλάδας, ο Μαυροκορδάτος όμως τον κατηγόρησε ότι δεν εκμεταλλεύτηκε όσο έπρεπε τη νίκη. Από το άλλο μέρος ο Βαρνακιώτης αντιμετώπιζε με καχυποψία ορισμένες ενέργειες του Μαυροκορδάτου, αλλά και δυσπιστούσε στη στάση άλλων οπλαρχηγών, όπως του Μάρκου Μπότσαρη και του Γεωργίου Τσόγκα, επειδή δεν τον βοήθησαν στη μάχη του Αετού. 
Ωστόσο οι στρατιωτικές ικανότητες του Βαρνακιώτη δεν ήταν δυνατό να αγνοηθούν, και γι'αυτό ο Μαυροκορδάτος αποφάσισε να τον χρησιμοποιήσει. 'Ηταν ο μόνος που μπορούσε να προχωρήσει σε παραπλανητικές συνεννοήσεις με τους Τούρκους, αλλά και ο μόνος που μπορούσε να τους αναχαιτίσει. Έτσι στις 17 Σεπτεμβρίου ο Βαρνακιώτης «δια την εις τα πολεμικά εμπειρίαν του και δια τον υπέρ πατρίδος διακαή ζήλον του»διορίστηκε από το Εκτελεστικό Σώμα στρατηγός που θα είχε «την γενικήν διεύθυνσιν όλων των στρατιωτικών επιχειρήσεων εις την περιφέρειαν της Δυτικής χέρσου Ελλάδος».

Λίγο αργότερα όμως μια αποτυχία του στο Λουτράκι της Βόνιτσας, όπου συγκρούστηκαν οι Έλληνες με τον Κιουταχή και τον Ομέρ Βρυώνη, αποδόθηκε σε προδοτική ενέργειά του, επειδή λίγο προηγουμένως οι Τούρκοι αρχηγοί τον είχαν καλέσει να προσχωρήσει σ’ αυτούς με σημαντικά ανταλλάγματα. Το γεγονός όμως αυτό ο Ρουμελιώτης οπλαρχηγός το είχε ήδη πριν από τη μάχη γνωστοποιήσει στο Μαυροκορδάτο.

Ο Βαρνακιώτης είχε άλλωστε αποδείξει ως εκείνη τη στιγμή ότι δε δεχόταν καμιά συζήτηση με τους Τούρκους και γι'αυτό είχε αποκρούσει μια πρώτη πρόταση του Μαυροκορδάτου να διαπραγματευθεί παραπλανητικά μαζί τους. Σε νεότερη όμως συνάντησή του με το Μαυροκορδάτο ο Βαρνακιώτης, παρά τις σοβαρές επιφυλάξεις που πρόβαλε, δέχτηκε τελικά να προχωρήσει σε πλαστές διαπραγματεύσεις, αν του έδιναν γραπτή εντολή. 'Ύστερα από το «έγγραφον αποστολής» που υπέγραψε ο Μαυροκορδάτος, η συνάντηση του Βαρνακιώτη με τον Ομέρ Βρυώνη πραγματοποιήθηκε στην Άρτα, και ο Βαρνακιώτης δήλωσε υποταγή. Η παραμονή του όμως κοντά στους Τούρκους πασάδες, περισσότερο από όσο απαιτούσε η περίσταση, δημιούργησε νέες υποψίες, που ενισχύθηκαν και από άλλα περιστατικά και από φήμες που διέδιδαν οι αντίπαλοι ή οι αντίζηλοί του. Η στάση του Βαρνακιώτη στην περίοδο αυτή έχει απασχολήσει τους ιστορικούς, και οι απόψεις που έχουν διατυπωθεί διαφέρουν πολύ μεταξύ τους.

Σύμφωνα με τον αγωνιστή Κάρπο (Πολύκαρπο) Παππαδόπουλο, που αφιέρωσε στην υπόθεση του Βαρνακιώτη ένα έργο του δημοσιευμένο το 1861, φαίνεται ότι ο στρατηγός της Δυτικής Ελλάδας ήταν θύμα των ραδιουργιών και των επιβουλών του Μαυροκορδάτου. Κατά τον Παπαδόπουλο πάντοτε, ο Βαρνακιώτης όχι μόνο βοήθησε επανειλημμένα τους Έλληνες, ενώ βρισκόταν κοντά στους Τούρκους, αλλά και πολλές φορές προσπάθησε να υπερασπιστεί τον εαυτό του και να αποκρούσει τις συκοφαντίες του Μαυροκορδάτου.
 Έτσι ενώ η Γερουσία Δυτικής Χέρσου Ελλάδος που έδρευε, όπως είναι γνωστό στο Βραχώρι, στις 22-2-1822 τον είχε εκλέξει στρατηγό, στις 11 Οκτωβρίου 1822 με νέο έγγραφό της διόρισε στη θέση του το Μάρκο Μπότσαρη"αντί του επαράτου Γεωργίου Νικολού Βαρνακιώτη", όπως ειπώθηκε.



Ο Βαρνακιώτης από τα Επτάνησα που είχε καταφύγει μετά την αποκήρυξή του προσπάθησε με επανειλημμένες αναφορές να αποδείξει την αθωότητά του. Τελικά η αποκατάστασή του έγινε το Δεκέμβριο του 1827, και έτσι ο παλιός οπλαρχηγός πήρε μέρος στις τελευταίες επιχειρήσεις που απέβλεπαν στην οριστική απομάκρυνση των υπολειμμάτων των Τούρκων από τη Στερεά. Εξάλλου η εμπιστοσύνη του Καποδίστρια προς το Βαρνακιώτη ήταν απόλυτη. Τον ονόμασε χιλίαρχο, και το 1830 πρόεδρο του «Στρατιωτικού Δικαστηρίου» της Δυτικής Ελλάδας. Τον επόμενο χρόνο εκλέχτηκε πληρεξούσιος της επαρχίας Ξηρομέρου στην Ε'Εθνική Συνέλευση. Τέλος το 1836 με την απονομή νέων βαθμών του απονεμήθηκε από το βασιλιά 'Οθωνα ο βαθμός του αντισυνταγματάρχη.

Ο Βαρνακιώτης είχε παντρευτεί την κόρη του Γιάννη Μπουκουβάλα, Αικατερίνη. Απέκτησαν μαζί τέσσερα παιδιά. Ο γιός του Νικόλαος και οι δύο κόρες του σκοτώθηκαν στον σεισμό του Ιουλίου του 1828. Ο μεγάλος γιός του, Διονύσιος, πολέμησε στο Μεσολόγγι κατά την Δεύτερη Πολιορκία το 1826 και στις τελευταίες μάχες του Αγώνα (1827-1828).

Πέθανε σε ηλικία 62 χρονών στο Μεσολόγγι, το 1842. Η γυναίκα του Αικατερίνη ζούσε μέχρι το 1865 στο Μεσολόγγι. Μαζί του σε όλη τη διάρκεια της πορείας του ήταν τα αδέρφια του: Γιάννης (1790-1825), που είχε γίνει χιλίαρχος, ο Γιώτης (1882-1839), επίσης χιλίαρχος, που πέθανε στη Βόνιτσα το 1839 και ο νεώτερος Σταμούλης (γεν. 1800).

Ανακοίνωση θανάτου Γιώτη Βαρνακιώτη στον τύπο
Ιανουάριος 1839

 

ΠΗΓΕΣ:

  • Κώστα Σαρδελή, Γεώργιος Βαρνακιώτης, ο προδομένος στρατηγός του 1821
  • ΑΜΦΙΚΤΙΟΝΙΑ ΑΚΑΡΝΑΝΩΝ  ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
  • Αγαπητού Σ. Αγαπητού, Ένδοξοι Έλληνες του 1821 ή Οι Πρωταγωνισταί της Ελλάδος, 1877
  • Ν. Φυσεντζίδου, Αυτόγραφοι Επιστολαί των Επισημοτέρων Ελλήνων Οπλαρχηγών, 1893
  • xiromeronews.blogspot.com
  • Κάρπου Παππαδόπουλου, Τα κατά Γ. Βαρνακιώτην και ανάκτησις του Μεσολογγίου, 1861
  • Κάρπου Παππαδόπουλου, Οδυσσέας Ανδρούτσος και Γ. Βαρνακιώτης, 1957

 

   Ωδή Εννάτη

Εις τον Προδότην

ΚΑΛΒΟΣ ΑΝΤΡΕΑΣ                

 

                  α’.

Eγύρισε ταις πλάταις του·
φεύγει, φεύγει ο προδότης·
αλαμπή σέρνει τ'άρματα
φαρμακερά, το στήθος του
                έγινεν άδης.     

                    β΄.
    Tον σταυρόν και τους Έλληνας
άφησ'οπίσω, εξάπλωσεν
αδελφικώς την χείρα του
'ς τους τούρκους, κ'επροσκύνησε
                βάρβαρον νόμον.     

                   γ΄.
    Tον συντροφεύει ολόμαυρον
μέγα εναέριον σύγνεφον·
κρέμεται ακόμα ατίνακτον
αστροπελέκι επάνω του,
                κ'άγρυπνος μοίρα.     

                   δ΄.
    Ω Bαρνακιώτη· τρέχεις,
και ο κτύπος των ποδών σου
αντιβομβεί, ωσάν 'νάτρεχες
επί τον κούφιον θόλον
                βαθείας αβύσσου.     

                   ε΄.
    Αν κοπιασμένος πέσης
'ν αναπαυθής 'ς τα χόρτα,
η τιμωρός συνείδησις
με'σε πλαγιάζει αλλάζουσα
                τα χόρτα εις δράκοντας.     

                   ς΄.
    Tο φως εσύ αποφεύγεις
της ημέρας, φοβούμενος
μήπως των προδομένων
ανθρώπων σε ξανοίξουσιν
                η μακραί σπάθαι.     

                   ζ΄.
    Kράζεις την νύκτα, κ'έρχεται·
αλλά εις το σκότος μέσα
τυλιγμένους φαντάζεσαι
εχθρούς αρματωμένους,
                και ως άφρων μένεις.     

                   η΄.
    Αν μαυροφορεμένης
χήρας, αν βρέφους θρήνον
ορφανικόν ακούσης,
τρέμεις, και το ποτήρι σου
                πέφτει σχισμένον.     

                   θ΄.
    Αν της χαράς τον γέλωτα
ιδής εις φιλικόν
δείπνον περιπετώμενον,
απ'ίδρωτα θανάτου
                στάζουν τα φρύδια σου.     

                   ι΄.
    Ω, ποίαν ζωήν ηγόρασες
προδότα Bαρνακιώτη!
και τι έλπιζες; το θείον
δια τους ομοίους σου τέτοια
                δώρα ετοιμάζει.     

                   ια΄.
    Αν ήθελες χρυσάφι ―
πολύν εις τας βαρβάρους
αγαρηνάς σκηνάς
με'το σπαθί εις το χέρι
                εύρισκες πλούτον.     

                   ιβ΄.
    Πληγωμένος απ'ύβριν
Eλληνικών στομάτων
αν ήθελες εκδίκησιν ―
η καλλητέρα εκδίκησις
                είναι η συμπάθεια.     

                   ιγ΄.
    Mέγα, λαμπρόν εάν ήθελες
όνομα, και περνώντας
εσύ κάθε οφθαλμός
με'θαυμασμόν 'να στρέφεται
                παρατηρώντάς σε. ―     

                   ιδ΄.
    Σφαλερόν δρόμον, άθλιε,
εδιάλεξας· οι Έλληνες
που επρόδωσας θαυμάζονται
απότην οικουμένην
                κ'ήρωες καλούνται.     

                   ιε΄.
    Kαι καταφρονημένος
O Bαρνακιώτης έγινε. ―
γύρευε από την μοίραν σου
κρυπτόν 'να σου χαρίση
                τάφον εις όλους. 


    


Για την αναπαραγωγή της ανάρτησης είναι ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ η αναφορά της πηγής. Share

Κωνσταντίνος Βλαχόπουλος

$
0
0
1789-1868



Ο Κωνσταντίνος Βλαχόπουλος γεννήθηκε στη Νικόπολη Πρέβεζας  το 1789 και ήταν γόνος μεγάλης οικογένειας αρματολών της Δυτικής Ελλάδας..  

Σπούδασε στα Γιάννενα και έφηβος ακόμα υπηρέτησε στην αυλή του Αλή πασά των Ιωαννίνων.

Κατά την προεπαναστατική περίοδο, διετέλεσε μαζί με τον αδελφό του Αλεξάκη, αρματολός. Το 1806 ο Κωνσταντίνος Βλαχόπουλος πήρε μέρος στην κατάληψη και πυρπόληση του Αγρινίου. Αργότερα, λόγω των διώξεων από τον Αλή πασά, αναγκάστηκε να καταφύγει από κοινού με τον αδελφό του στα Επτάνησα. Εκεί, το 1808, τα δύο αδέλφια κατετάγησαν ως βαθμοφόροι στα ελληνικά τάγματα του βρετανικού στρατού.

Πήρε μέρος στην άλωση της γαλλοκρατούμενης Λευκάδας , το 1810 και λίγο αργότερα στις επιχειρήσεις των Άγγλων εναντίον του Ναπολέοντα στη Σικελία και τη Γένοβα.

Το 1817 ο Βλαχόπουλος δήλωσε εικονική υποταγή στον Αλή πασά και έτσι ανέκτησε το πατρογονικό αρματολίκι του Βλοχού. Δυο χρόνια αργότερα,  το 1819,  μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία μαζί με τους αδελφούς του Αλέξιο και Δημήτριο. 

Όταν ξέσπασε η επανάσταση, συμμετείχε στη μάχη του Βραχωρίου ενώ λίγο αργότερα, έλαβε μέρος και στην καταδίωξη του Αλβανού οπλαρχηγού, Νούρκα Σερβάνη. Έπειτα, συνέβαλε στην απελευθέρωση του Ζαπαντίου.

 Το επόμενο έτος, το 1822, αναγνωρίστηκε στρατιωτικός αρχηγός των επαρχιών Βλοχού και Αγρινίου και πολέμησε υπό τις διαταγές του Μάρκου Μπότσαρη  και διακρίθηκε στη μάχη του Καρπενησίου, το 1823. Μετά το θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη  ανέλαβε με επιτυχία την προάσπιση του Αιτωλικού από το στρατεύματα του Μουσταή πασά κα του Ομέρ Βρυώνη που το πολιορκούσαν. Για τις υπηρεσίες του, τον Δεκέμβριο του 1823,  ανταμείφθηκε από την κυβέρνηση με το βαθμό του χιλίαρχου.

Πολέμησε στην δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου προασπίζοντας τον «προμαχώνα του Φραγκλίνου». Το 1825,  κατά τη διάρκεια της πολιορκίας προήχθη σε στρατηγό. Επέζησε της εξόδου και κατέφυγε στην Αττική όπου συμμετέσχε στη θερινή εκστρατεία, το 1826, του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και στην εκστρατεία της Αττικής του Γεωργίου Καραϊσκάκη, το 1827.

Το 1827 έλαβε μέρος στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας και την περίοδο 1827 - 1829 εντάχθηκε στη δύναμη του Ριχάρδου Τσωρτς  σε εκκαθαρίσεις της Αττικής από τους Τούρκους και αργότερα πήρε μέρος στην εκστρατεία του Τσωρτς, στην Δυτική Ελλάδα.  Μετά την απελευθέρωση, το 1833, διορίστηκε μοίραρχος στη νεοσύστατη τότε Ελληνική Βασιλική Χωροφυλακή. Το 1837 προβιβάστηκε σε ταγματάρχη και ανέπτυξε αντιβαυαρική δράση μέσα στο στρατό και στις 14 Σεπτεμβρίου του 1841, τοποθετήθηκε από την κυβέρνηση του Όθωνα στην ηγεσία του σώματος της Χωροφυλακής, αποτελώντας τον πρώτο Έλληνα που καταλάμβανε αυτή τη θέση. Στις 6 Σεπτεμβρίου του 1843, αντικαταστάθηκε από τον Σπυρομήλιο.

Αποστρατεύτηκε με το βαθμό του συνταγματάρχη χωροφυλακής και απεβίωσε το 1868 στην Αθήνα.

 

Ο έρωτας του Κ. Βλαχόπουλου με την κόρη του μουλά Βραχωρίου.

 

Ο Σπύρος Σκλαβενίτης, Δρ. Ιστορίας, αρχειονόμος και προϊστάμενος ΓΑΚ Πρέβεζας μας πληροφορεί για την σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ του οπλαρχηγού Κωνσταντίνου Βλαχόπουλου και της Αϊσέ, κόρης του μουλά -μουσουλμάνου ιερωμένου- του Βραχωρίου, Αλήμπεη.

Η οικογένειά της κόρης του μουλά του Βραχωρίου συνελήφθη,  όταν οι Έλληνες απελευθέρωσαν το Αγρίνιο το 1821. Στις επιχειρήσεις έλαβε μέρος και ο Κωνσταντίνος με τον αδελφό του, Αλεξάκη. Οι οικογένειες των επιφανών οθωμανών κρατήθηκαν όμηροι για να ανταλλαγούν με Έλληνες ομήρους, ανάμεσά τους και την οικογένεια του Αλ. Βλαχόπουλου που κρατείτο στην Πρέβεζα.

Υπεύθυνος για την οικογένεια του μουλά ήταν ο Κωνσταντίνος Βλαχόπουλος ο οποίος φαίνεται ότι συνήψε σχέση με την νεαρή μουσουλμάνα. Έτσι, όταν το 1822 έγινε ανταλλαγή ομήρων, αυτή δεν ακολούθησε την οικογένειά της αλλά προτίμησε να παραμείνει με τον Κωνσταντίνο. Μάλιστα βαπτίστηκε χριστιανή και έλαβε το όνομα Μαρία.

Η Μαρία με τον Κωνσταντίνο έμειναν στο Μεσολόγγι. Κατά την ηρωική Έξοδο (1826), η Μαρία συνελήφθη και αφού αναγνωρίστηκε, στάλθηκε στην Πρέβεζα, όπου διέμενε η οικογένειά της. Όμως, η Μαρία, με τη βοήθεια ενός ιερέα της Πρέβεζας, κατόρθωσε να αποδράσει από την πόλη και να μεταβεί στην Κέρκυρα. Εκεί μάλιστα δέχτηκε τις φροντίδες της οικογένειας Καποδίστρια και του μητροπολίτη Κερκύρας και σύντομα ξανασυναντήθηκε με τον Κωνσταντίνο.

Τα παραπάνω προκύπτουν από αναφορά του Κωνσταντίνου Βλαχόπουλου προς τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια το 1830 η οποία δημοσιεύεται στη βιογραφία του Βλαχόπουλου από τον Ναπ. Δοκανάρη, στο βιβλίο του «,Ο στρατηγός του αγώνα της Ανεξαρτησίας Κ. Βλαχόπουλος 1789-1868». Στην αναφορά αυτή ο Κ. Βλαχόπουλος εκφράζει την επιθυμία του να παντρευτεί την νεαρή μουσουλμάνα.

 

Προς τον Εξοχώτατον Κυβερνήτην της Ελλάδος Ι.Α. Καποδίστριαν εις Ναύπλιον

Εξοχώτατε

Εις την αρχήν του Ιερού της Πατρίδος αγώνος ευρισκόμενος αρχη­γός των αρμάτων της επαρχίας Βραχωρίου και Βλοχού ο αυτάδελφός μου Αλέξιος, εις την συγκροτηθείσαν μάχην κατά των εχθρών εις Βραχώρι, συνέπεσεν εις χείρας μου η θυγάτηρ του Μολά Αλήμπεη Βραχωρίου, η οποία ευχαρίστως εδέχθη τα Ιερά δόγματα της θρησκείας μας κι ευρίσκετο πάν­τοτε μ’εμέ. Αλλά εις την τρομεράν έξοδον του Μεσολογγίου, επιάσθη πα­ρά των ιδίων αυτής συγγενών κι εστάλη εις Πρέβεζαν εις την οικογένειάν της, αυτή μη ευχαριστηθείσα να μείνη εις την πρωτητερινήν της θρη­σκείαν, μετεχειρίσθη μυρίους τρόπους, και συμβουλευθείσα μεθ’ ενός ιερέως εύρε τρόπον αρμόδιον και εξέφυγεν, η οποία απέδρασεν εις Κέρκυραν, όπου έλαβε τας απείρους φιλοξενίας, από την έξοχον και φιλελεήμονα οικογένειάν Σας και παρά του εκεί μακαρίτου Δεσπότου. Μετά παρέλευσιν ολίγων ημερών έστειλον και την έφερον όπου ευρισκόμην κι εγώ. Αλλά ε­πειδή και αποφάσισα να την νυμφευθώ, δια τούτο παρακαλώ να μου δοθή η άδεια ν’ απεράσω εις Μεσολόγγιον να τελειώσω αυτό το έργον.

Εξοχώτατε, όλη η πατρομητρική της ουσία ευρίσκεται εις Βραχώρι και η Κυβέρνησις όπως ευαρεστηθεί περί αυτής ας διατάξη. Παρακαλώ προσέτι τον Σ. Κυβερνήτην ίνα ευαρεστηθεί και κάμη προς εμέ τινά χρηματικήν εξοικονόμησιν δια να προφθάσω τας κατεπειγούσας ανάγκας του οίκου μου, και μένω με όλον το βαθύτατον σέβας.

Τη 22 Οκτωβρίου 1830, εν Πύργω,

ο ευπειθέστατος των διαταγών της

Κ. Βλαχόπουλος

 

Τελικά ο Κωνσταντίνος και η Μαρία παντρεύτηκαν και απέκτησαν τρία παιδιά.

 

ΠΗΓΕΣ:



Για την αναπαραγωγή της ανάρτησης είναι ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ η αναφορά της πηγής. Share

Αντρέας Ίσκος

$
0
0

Οικογένεια Ίσκου

Η οικογένεια Ίσκου είναι φημισμένη οικογένεια Σαρακατσάνικης καταγωγής που ανέδειξε στρατιωτικούς και πολιτικούς. Αρκετά μέλη της οικογένειας έλαβαν μέρος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 με κύρια μορφή τον Στρατάρχη Γεώργιο Καραϊσκάκη, ο οποίος αναδείχθηκε σε σύμβολο του αγώνα.

Η καταγωγή της οικογένειας είναι από τη Δούνιστα Βάλτου Αιτωλίας και Ακαρνανίας, σημερινός Σταθάς.

Γενάρχης της αρματολικής οικογένειας των Ίσκων, ήταν ο Λαλαγιώργος Ίσκοςαπ'το Σακαρέτσι Βάλτου, πρωτοπαλίκαρο του Γιώργου Θώμου από το Σπάρτο. Ο Λαλαγιώργος Ίσκος, ήταν γαμπρός του αρματολού του Βάλτου γεροΔήμου Σταθά, από τη Δούνιστα, ενώ μετά τη δολοφονία του Γιαννάκη Σταθά, ορίστηκε αρματολός Βάλτου με τη βοήθεια του Αλή πασά. 

Αρχοντικό Ισκαίων στην Δούνιστα.


Ο Λαλαγιώργος Ίσκος απέκτησε δύο παιδιά, τον Δημήτρη κι τον Γιώργη.

Ο Δημήτρης Ίσκος, πήρε το πρόθεμα "Καρά"στο επώνυμό του λόγω της ανδρείας και της σκληρότητάς του. Δημήτρης Καραΐσκος.

Ο Γιώργης πήρε το επώνυμο Μοσχοβίτης γιατί πήγε στη Ρωσία και κατέβηκε στα Ορλωφικά σαν αξιωματικός του Ρώσικου στρατού. Γιώργης Μοσχοβίτης

Σύζυγος του Δημήτρη Καραΐσκου ήταν η Αθάνω Στράτου. Απέκτησαν μαζί επτά παιδιά. Τρία αγόρια και τέσσερα κορίτσια.

Τον Ανδρέα, που έλαβε μέρος στην επανάσταση του 1821 και πολέμησε στη Λαγκάδα και στο Μεσολόγγι κι έφτασε στο βαθμό του Στρατηγού, τον Γιαννάκηκαι τον Αντρέα.

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ήταν νόθος γιός του Δημήτρη Καραΐσκου που τον απέκτησε με την καλόγρια Ζωή Ντιμισκή.

Αντρέας Ίσκος 


 
Ο Ανδρέας Ίσκος ήταν γιος του επιφανούς Δημήτρη Καραΐσκου – Λαλαγιώργου. 
Διαδέχτηκε τον πατέρα του -μαζί με τον αδελφό του Γιαννάκη- στο αρματολίκι του Βάλτου.
Τα προεπαναστατικά χρόνια υπηρέτησε ως «τζοχαντάρης» (σωματοφύλακας) τον Αλή πασά Τεπελενλή.
Το 1820 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον γραμματέα του Αλή πασά, Μάνθο Οικονόμου ο οποίος είχε μυήσει μεγάλο αριθμό αρματολών που βρίσκονταν τότε στην υπηρεσία του Τεπελενλή.
Αρχές 1821 (7-10 Ιανουαρίου) πήρε μέρος στη μυστική σύσκεψη των Φιλικών
και των αρματολών της δυτικής Ρούμελης (Γιώργος Βαρνακιώτης, Θοδωράκης Γρίβας, Γεώργιος Καραϊσκάκης, Γιώργος Τσόγκας κ.ά), που συγκλήθηκε για να οργανώσει την επικείμενη επανάσταση.
Ο Ίσκος -όπως και οι περισσότεροι από τους αρματολούς, που βρέθηκαν στο δίλημμα παραμονής στην οθωμανική νομιμότητα ή συμπόρευσης με την Επανάσταση, υπήρξε διστακτικός απέναντι στην εκδήλωση της εξέγερσης. Ωστόσο, όταν κηρύχθηκε η επανάσταση στην δυτική Ρούμελη (Μάιος 1821) αποφάσισε να την στηρίξει. Μάλιστα, τον ίδιο μήνα επέτυχε σημαντική νίκη στα στενά του Μακρυνόρους αναχαιτίζοντας την προέλαση οθωμανικού σώματος
υπό τον αλβανό πολέμαρχο Ισμαήλ Πασά Πλιάσα προς νότο, ενώ μαζί με τον Γώγο Μπακόλα σταμάτησαν και πάλι τις δυνάμεις του Πλιάσα (4.000 άνδρες) όταν επιχείρησαν εκ νέου να περάσουν τα στενά (10 Ιουνίου).

Στη συνέχεια (13 Νοεμβρίου) συμμετείχε με το σώμα του και με τα σουλιώτικα σώματα των Μποτσαραίων, των Τζαβελαίων, του Γώγου Μπακόλα, του Γιώργου Βαρνακιώτη, του Γιώργου Τσόγκα, του Δημήτρη Μακρή και των αλβανών συμμάχων Άγου Μουχουρδάρη, Ταχήρ Αμπάζη κ.ά., στην επίθεση εναντίον της Άρτας που κατέληξε στην προσωρινή κατάληψη της πόλης. 


Το 1822, στις 22 Φεβρουαρίου, στη σύγκληση της Γερουσίας της Δυτικής Χέρσου Ελλάδας στο Βραχώρι, ο καπετάν Ανδρέας Ίσκος προβιβάστηκε στο βαθμό του χιλίαρχου. Το ίδιο έτος συμμετείχε στην εκστρατεία του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου προς βορρά και πολέμησε στις μάχες στο Κομπότι (10 Ιουνίου), στην Πλάκα (26 Ιουνίου) και στην καταστροφική μάχη του Πέτα, όπου εξοντώθηκε το σύνταγμα των Φιλελλήνων από τις δυνάμεις του Μεχμέτ Ρεσίτ Κιουταχή Πασά και του Ισμαήλ Πασά Πλιάσα (4 Ιουλίου).

Η μάχη του Πέτα φαίνεται ότι έπεισε προς στιγμήν τον παλαιό βαλτινό αρματολό για την αδυναμία των επαναστατών να αντιπαρατεθούν στις δυνάμεις της Υψηλής Πύλης. Σε αυτό συνέδραμαν και οι επιθέσεις που δέχτηκαν οι παραδοσιακοί αρματολοί (Βαρνακιώτης, Μπακόλας κ.ά.) για προδοσία γεγονός που διευκόλυνε την επιστροφή τους στην οθωμανική νομιμότητα και στο "προσκύνημά"του.

Ο Ανδρέας Ίσκος μετά τη μάχη του Πέτα απέσυρε την υποστήριξή του προς τον
Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και συμπορεύτηκε με τους παλαιούς ομολόγους του.

Έτσι, όταν ο Κιουταχής Πασάς, διαπιστώνοντας τη διάλυση των ελληνικών δυνάμεων, επιχείρησε κάθοδο προς νότο και πολιόρκησε την πόλη τη Μεσολογγίου που τη φρουρούσε ο Μαυροκορδάτος και μικρές δυνάμεις ρουμελιωτών και πελοποννησίων καπετάνιων, ο Ίσκος, όπως και ο Βαρνακιώτης, ο Γιαννάκης Ράγκος, ο Γώγος Μπακόλας και ο Γεωργάκης Βαλτινός εκστράτευσαν μαζί του.

Ωστόσο, τον Δεκέμβριο 1822, μετά την αποτυχία των Οθωμανών να καταλάβουν την πόλη, ο Ίσκος επανήλθε στις επαναστατικές γραμμές και τον Ιούλιο 1823, στρατηγός πλέον, θα αναλάβει μαζί με τον Γιαννάκη Ράγκο την υπεράσπιση των στενών του Μακρυνόρους εναντίον των δυνάμεων του Μουσταή Πασά της Σκόντρας.

Το επόμενο διάστημα, όντας μέλος του αντι-μαυροκορδατικού αρματολικού μετώπου, θα γίνει ο σημαντικότερος υποστηρικτής του, κυνηγημένου από τον Μαυροκορδάτο, Γεωργίου Καραϊσκάκη (που ήταν ετεροθαλής αδελφός του, νόθος γιος του Δημήτρη Καραΐσκου και της καλόγριας Ζωής Ντιμισκή, συγγενούς του Γώγου Μπακόλα).

Ο Ίσκος, θα βοηθήσει τον Καραϊσκάκη στη διαμάχη του με τον Ράγκο για την κατάληψη του αρματολικιού των Αγράφων και θα είναι εκείνος που θα μεσολαβήσει με επιτυχία στην κυβέρνηση Γεωργίου Κουντουριώτη για τη
"συγχώρηση"του ετεροθαλούς αδελφού του. 

Στη διάρκεια των εμφυλίων συγκρούσεων, ο Ίσκος, θα ενταχθεί με την κυβερνητική φατρία Κουντουριώτη και στις 3 Δεκεμβρίου 1824 θα αποβιβαστεί μαζί με άλλους ρουμελιώτες και σουλιώτες καπετάνιους και 3.000 άνδρες στο Αίγιο συμμετέχοντας στις επιχειρήσεις εναντίον των "ανταρτών". 

'Ελαβε μέρος στη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου, τοποθετήθηκε ως ένας από τους σωματάρχες της φρουράς και παρέμεινε στην πόλη καθ’ όλη τη διάρκεια της πολιορκίας μέχρι την Έξοδο (10 Απριλίου 1826).

Τις αμέσως επόμενες ημέρες εκλέχτηκε από την Γ'Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (18 Απριλίου) μέλος της Διοικητικής Επιτροπής. Αντικαταστάθηκε, όμως από τον αγραφιώτη πρόκριτο Κωνσταντίνο Ζώτο επειδή ο ίδιος όπως και πολλοί άλλοι αρματολοί της Στερεάς έκαναν "καπάκια"*και δήλωσαν υποταγή στον Κιουταχή Πασά με αντάλλαγμα τη διατήρηση των παλαιών αρματολικιών τους.

Επανήλθε στην ενεργό δράση, μέσα από τις γραμμές της Επανάστασης το 1828 όταν ανέλαβε ο Richard Church (Τσωρτς) αρχιστράτηγος του Δυτικού Στρατοπέδου (Δραγαμέστο) και μαζί πολλούς άλλους καπετάνιους συμμετείχε στις
επιχειρήσεις για την ανακατάληψη της Στερεάς. 
Το 1829 πήρε μέρος ως πληρεξούσιος στη Δ'Εθνοσυνέλευση του Άργους 
(11 Ιουλίου - 6 Αυγούστου) εκπροσωπώντας μαζί με τον Γεώργιο Γεροθανάση την επαρχία Βάλτου.
Επί Όθωνα πέτυχε να ενταχθεί στο βασιλικό στρατό, συμμετείχε στην καταστολή της ανταρσίας του 1836 στην Αιτωλοακαρνανία, έγινε συνταγματάρχης τον επόμενο χρόνο (1837) και το 1843 υποστράτηγος.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ζούσε στο χωριό του, τη Δούνιτσα. 
Στα τέλη Νοεμβρίου του 1857 κατέβηκε στο Μεσολόγγι για μια υπόθεσή του. Εκεί πέθανε ξαφνικά. Η εφημερίδα "Ήλιος"και η εφημερίδα "Η Ελπίς",  έγραψαν για τον θάνατο του Αντρέα Ίσκου, το 1857:


Ο Ανδρέας Ίσκος είχε πολλά παιδιά (Γεώργιος, Νίκος, Θανάσης, Αλεξάνδρα, Μαρία Ελένη και Ευθυμία).



*καπάκια: Τα καπάκια, οι μυστικές συμφωνίες των οπλαρχηγών της Ρούμελης με τους Τούρκους, θεωρούνταν γενικά εθνοφελή στρατηγήματα που χρησιμοποιήθηκαν από τους αγωνιστές στη διάρκεια του αγώνος ,κυρίως της Ρούμελης. Όποιος έβαζε καπάκι ή ψευτο-κάπακο επέβαλε ανακωχή, έσωζε τους πληθυσμούς της περιφέρειάς των από τη σφαγή και τη λεηλασία και συνάμα κέρδιζε για παραπέρα ενέργειες πολύτιμο χρόνο. Σε παρόμοιες συμφωνίες κατέφυγαν: ο Βαρνακιώτης, ο Ίσκος, ο Γώγος Μπακόλας, ο Ράγκος, ο Βαλτινός, ο Στορνάρης, ο Σιαφάκας, ο Καραϊσκάκης και ο Ανδρούτσος. 




Για την αναπαραγωγή της ανάρτησης είναι ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ η αναφορά της πηγής. Share

Λαϊκές Αγορές

$
0
0

Δεκαετία του ’20 και οι συνεχείς ανατιμήσεις των βασικών ειδών διατροφής είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα των λαϊκών στρωμάτων και ιδιαίτερα των προσφύγων που προσπαθούσαν να τα βγάλουν πέρα με πενιχρά έως μηδαμινά εισοδήματα. Παρά τα μέτρα που λάμβανε το κράτος η αισχροκέρδεια καλά κρατούσε.

Το 1928 η κυβέρνηση Βενιζέλου προσανατολίστηκε στην ιδέα των λαϊκών αγορών. Αρχές Δεκεμβρίου καταρτίζεται το διάταγμα «περί συστάσεως και λειτουργίας των λαϊκών αγορών». Εξηγώντας τη σκοπιμότητα του μέτρου δήλωναν ότι:

 

«….Το σύστημα τούτο εφαρμόζεται σήμερον εις πολλάς επαρχίας της Ελλάδος με αρκετά καλά αποτελέσματα, ιδίως εις την Χαλκίδα και την Τρίπολιν. Η εφαρμογή του πρόκειται ήδη να επεκταθή και εις την πρωτεύουσαν προς τον σκοπόν ν’ απλοποιηθή η διαδικασία της αγοράς και πωλήσεως των τροφίμων (και ιδίως των λαχανικών), κυρίως δε ίνα παύση η μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών μεσολάβησις τρίτων. Κατά την γνώμην των ειδικών η σημερινή εντελώς αδικαιολόγητος υπερτίμησις των τροφίμων οφείλεται πρωτίστως εις την παρέμβασιν των μεσαζόντων, οι οποίοι διά της συστάσεως των λαϊκών αγορών αχρηστεύονται…….» (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, 2  Δεκεμβρίου 1928).



Ένα χρόνο αργότερα, τον Μάιο του 1929, έγινε η πρώτη λαϊκή αγορά στην Αθήνα στην πλατεία του Θησείου. 

Τα εγκαίνια έγιναν με κάθε  επισημότητα.  

«….παρισταμένων του πρωθυπουργού κ. Βενιζέλου, των υπουργών των Εσωτερικών, της Εθνικής Οικονομίας και της Γεωργίας, του Δημάρχου Αθηναίων κ. Πάτση μετά του Δημοτικού Συμβουλίου και των παρεπιδημούντων Δημάρχων Θεσσαλονίκης, Πατρών, Λαρίσης και Μεσολογγίου, των Προέδρων των Επιμελητηρίων, των Συνομοσπονδιών και Ομοσπονδιών και των προεδρείων των διαφόρων σωματείων…. Κατά την διάρκειαν της αγοράς επαιάνιζε η μουσική μπάντα του Ορφανοτροφείου Χατζηκώστα, ενώ κινηματογραφική μηχανή ελάμβανε εικόνας από την κίνησιν των καταναλωτών….» (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο 18 Μαΐου 1929).

 

Κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1930 σ’ όλες τις ελληνικές πόλεις οργανώθηκαν λαϊκές αγορές.

Στο Αγρίνιο, στις 24 Ιουνίου του 1930, έγινε η πρώτη λαϊκή αγορά.


Από τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου λειτουργούσαν δύο λαϊκές αγορές στην πόλη. Κάθε Πέμπτη στην πλατεία  Καραπανέικα και κάθε Σάββατο στην πλατεία Χατζοπούλου.





Λαϊκή αγορά στην πλατεία Καραπανέικα, δεκαετία του '40
Αρχείο Maria Rixinger


Λαϊκή αγορά στην οδό Αθανασίου Ρήκα,
πίσω από την Πυροσβεστική.
Αρχείο Γιώργου Ρίζου.



Για την αναπαραγωγή της ανάρτησης είναι ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ η αναφορά της πηγής. Share

Η απελευθέρωση του Βραχωριού....

$
0
0
.....από την "Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης"
του George Finley,
μεταφρασμένο από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη

Η απελευθέρωση του Βραχωριού by Georgia Pandazi



Για την αναπαραγωγή της ανάρτησης είναι ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ η αναφορά της πηγής. Share
Viewing all 164 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>